Σεραφείμ Κ. Τσιτσά
Έχουν κι οι φτερωτοί μουσικοί το βασιλιά τους, τ’ αηδόνι. «Κλαίει ή τραγουδάει τ’ αηδόνι;» ρωτάει ο Στέφανος Γρανίτσας. Ο Ελληνικός λαός παραδέχεται και τα δύο. Κυριαρχεί όμως η χαρούμενη νότα. Γι’ αυτό σ’ εποχές πένθους και συμφορών γίνεται έκκληση στ’ αηδόνι να πάψει να κελαηδεί:
«Αηδόνια μη λαλήσετε, πουλιά να βουβαθείτε
και σεις οι μαύροι Τσάμηδες στα μαύρα να ντυθείτε,
τι την Αγιά την πήρανε, την δόλια μας την Πάργα»
λέει το τραγούδι της Πάργας.
«Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν’ τ’ αηδόνια
κρυφά το λέει κι ο γούμενος από την Άγια Λαύρα
-Παιδιά για μεταλάβητε, για ξεμολογηθήτε…»
λέει άλλο τραγούδι των χρόνων του 1821.
Κάποτε όμως το κελάηδημα του αηδονιού γίνεται κλάμα για να θρηνήσει κάποια εθνική συφορά:
«Τ’ αηδόνια της Ανατολής, και τα πουλιά της Δύσης
κλαίνε αργά, κλαίνε ταχειά, κλαίνε το μεσημέρι
κλαίνε την Ανδριανούπολη την πολυκουρσεμένη»
Πολλοί μουσικοί ασχολήθηκαν με το τραγούδι του αηδονιού. Ο Μπετόβεν προσπάθησε να το αποδώσει στην έκτη συμφωνία του. Ο Ούγγρος μουσικολόγος Δρ. Ζόκε (η Ουγγαρία θεωρείτε η χώρα των πουλιών) λέει πως τ’ αηδόνι έχει στο λάρυγγά του ολόκληρη ορχήστρα κ’ οι μουσικοί του τόνοι καλύπτουν ολόκληρες οκτάβες. Το τραγούδι του είναι ολόκληρη όπερα, γεμάτη δραματικό χαρακτήρα. Κάποτε η λαϊκή μούσα αναθέτει στ΄ αηδόνι εωθινά καθήκοντα:
«Δεν λαλείς καημένο αηδόνι
την αυγούλα με δροσιά,
να ξυπνήσεις το αφέντη
να φιλήσει την κυρά»
Αναφέρομε εδώ τις κυριότερες νεοελληνικές μυθολογικές παραδόσεις, που αιτιολογούν την προέλευση του τραγουδιού του αμίμητου αυτού φτερωτού σολίστα. Στην Ήπειρο η λαϊκή παράδοση διηγείται πως τ’ αηδόνι ήταν κάποτε τσέλιγκας κι έβοσκε ο ίδιος το τρανό κοπάδι με τα πρόβατα. Μια μέρα σ΄ ένα πανηγύρι γλέντησε τόσο πολύ, που το άλλο βράδυ έπεσε σε βαρύ ύπνο. Ένοιωθε τόσο κουρασμένο τον εαυτό του, ώστε πέφτοντας να κοιμηθεί είπε: «Θεέ μου κάνε να κοιμηθώ ίσα με τ’ Αγιωργιού. Τότε να ξυπνήσω». Ο Θεός ικανοποίησε το αίτημά του και κοιμήθηκε πραγματικά ολόκληρους μήνες. Το κοπάδι του ακυβέρνητο τόσο χρόνο, δεν έπαθε κακό, χάρις στα δυο άξια και πιστά σκυλιά του, την Τσίλα και το Τσιβέλι. Κι όχι μόνον δεν έπαθαν κακό αλλά πλήθυναν κι έγιναν αμέτρητα. Σαν τα είδε τ’ αηδόνι, όταν ξύπνησε χάρηκε και σαν δεν είχε τώρα τι να τα κάνει τόσα πολλά αποφάσισε και τα πούλησε. Έλειπαν τα σκυλιά την ώρα που τα πούλησε. Όταν το ‘μάθαν, του κάναν φριχτά παράπονα. Ο τσέλιγκας κατάλαβε τότε το λάθος του. Μετάνιωσε κι αυτός για τη λύπη που πούδωκε στους δυο πιστούς του φύλακες.
«Θεέ μου –είπε τότε- κάνε με πουλί να πετώ ψηλά κι από κει ν’ αγναντεύω το κοπάδι μου».
Ο Θεός τον άκουσε πάλι και τον έκαμε αηδόνι. Από τότε κράζει, κάθε Άνοιξη τους φύλακες του κοπαδιού του…
«Τσίλα-Τσίλα! Τσιβέλι-Τσιβέλι! Τσα-Τσα!». Έτσι σφυρίζοντας και σαλαγώντας νομ’ιζει πως φιλάει ακόμα τα πρόβατα.
Μια παράδοση των Αγράφων που διηγείται ο Γρανίτσας, λέει πως το αηδόνι αποσταμένο ένα βράδυ του Απρίλη πήγε να κοιμηθεί πάνω σ’ ένα φράχτη. Μόλις το πήρε ο ύπνος, πήδησαν τα βάτα, οι αγράμπελες, ο κισσός και τ’ αγιόκλημα και το τύλιξαν από τη ζήλια τους με τα πυκνά βλαστάρι. Έσφιξαν τα φτερά του και τα πόδια του με τέτοιο τρόπο, που να μην μπορεί να ξετυλιχθεί. Όπως αγωνίζονταν να ξεδεθεί ορκίστηκε:
«Άντε μωρέ Απρίλη σε πίστεψα για φίλο. Ας ξετυλιχτώ τώρα κι όρκο κάμω να μην ξανακλείσω μάτι τις νύχτες σου. Θ’ αγρυπνώ ολονυχτίς…» Και φύλαξε τον όρκο του.
Από τότε λαλεί αδιάκοπα την άνοιξη από το βράδυ ως το πρωί για πείσμα του φίλου του, του Απρίλη.
Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η Αηδόνα είχε σύζυγο το Βασιλιά Ζήθο. Φθονούσε όμως τη συννυφάδα της Νιόβη, επειδή εκείνη είχε πολλά παιδιά, ενώ αυτή –η Αηδόνα- είχε μονάχα ένα, τον Ίτυλο. Και μια μέρα θέλοντας να σκοτώσει το μεγαλύτερο παιδί της Νιόβης, σκότωσε κατά λάθος το δικό της. Οι Θεοί συγκινήθηκαν από τον μεγάλο της σπαραγμό και την μεταμόρφωσαν σε πουλί, το αηδόνι, που ως σήμερα κλαίει με πάθος το θάνατο του γιού της του μονάκριβου. Η τραγωδία της ετάραξε όλους τους δικούς της και παρακάλεσαν κι αυτοί τους Θεούς να τους μεταμορφώσει σε πουλιά. Έτσι ο πατέρας της Αηδόνας, ο Πινδάρεως έγινε αετός της θαλάσσης (ο αλίετος), η μητέρα της έγινε αλκυών, η αδελφή της χελιδόνα, ο αδελφό της τσαλαπετεινός κι ο άνδρας της ο Ζήθος έγινε πελεκάνος.
Το αηδόνι έρχεται στον τόπο μας κάθε άνοιξη. Είναι αποδημητικό. Γλυκύτερο και μελωδικότερο λαρύγγι δεν έπλασε ο Θεός. Οι μουσικές του τρίλιες παίρνουν μια ξεχωριστή γοητεία, χάρις στην ώρα που τελετουργείται το εαρινό αυτό ρεσιτάλ. Τ’ αηδόνια δηλαδή ψάλλουν τη νύχτα που είναι η ευνοϊκότερη ώρα για μουσική, όπως οι παλιοί κανταδόροι με τις προχωρημένες νυχτερινές ώρες της φεγγαράδας. Τόσο γοήτευαν κι αυτοί –οι κανταδόροι- την παλιά ρομαντική γενιά, ώστε κάποτε ο σκοπός χωροφύλακας, στο Σύνταγμα, αντί να συλλάβει περασμένα μεσάνυχτα τους κανταδόρους, που απαγορεύονταν να τραγουδούν αυτή την ώρα, τους πλησίασε σιγά-σιγά, όταν τελείωσαν και τους λέει:
-«Ξαναπέστε το, βρε παιδιά, κι ας πάμε ύστερα όλοι μαζί μέσα…»
Την νύχτα λοιπόν σωπαίνουν τ’ άλλα πουλιά και κανείς θόρυβος δεν ταράσσει τη την γαλήνη της εξοχικής λαγκαδιάς, της λόχμης, της κοιλάδας. Τότε το κελάηδημα τ’ αηδονιού παίρνει όλη τη λαμπρότητα μέσα στο μυστήριο του λόγγου, της φυλλωσιάς και της ποταμιάς, που φαντάζουν σαν να κρατούν κι αυτά την ανάσα τους για να μην ταράξουν τη μουσική μέθη της μυρωμένης ανοιξιάτικης νύχτας.
«Μούσαν λοχμαίαν» (1) ονομάζει τ’ αηδόνι ο Αριστοφάνης.
Τέλος μια παράδοση πως, όταν οι Μαινάδες σπάραξαν τον Ορφέα και σκόρπισαν στη θάλασσα τα κομμάτια του, το κύμα του Αιγαίου πήρε το κεφάλι και τη λύρα του μάγου μουσικού, το κουβάλησε στο μακρινό νησί της Σαπφούς, στη Λέσβο και τ’ απίθωσε μαλακά πάνω στην ακρογιαλιά. Η άμμος σκέπασε το θεϊκό κεφάλι του Ορφέα, όμως η λύρα απόμεινε όρθια, πλάι στη γαλάζια θάλασσα. Κι όταν φυσούσε ο μπάτης ανάμεσα από τις χορδές, η λύρα του Ορφέα άρχιζε να τραγουδάει γλυκά και λυπητερά. Τ’ άκουσαν τ’ αηδόνια κι έμαθαν να το λένε από τότε με το ίδιο πάθος και την ίδια γλυκύτητα. Και θα το τραγουδούν αιώνια, ενόσω θ’ ανθίζει η άνοιξη και η αγάπη στην καρδιά της φύσης και της ζωής.
Αυτό βεβαιώνουν μερικοί διαλεχτοί στίχοι του Παύλου Νιρβάνα (2), στους οποίους η γιαγιά διηγείται στον μικρό εγγονό το παλιό και λησμονημένο παραμύθι του βασιλόπουλου, που αγάπησε κι έκαμε βασίλισσά του μια φτωχή παιδούλα:
Κι ύστερα, πώς να στο πω, καλέ μου;
Κι ύστερα…Το ξέχασα, γλυκέ μου,
το παλιό το παραμύθι…
– Κι αν το ξέχασες, το ξέρουν ταίρια ταίρια
ρώτα να στο πουν τα περιστέρια,
ρώτα να στο μάθουν τα τριγώνια,
να στο κελαϊδήσουνε τ’ αηδόνια…
κι ύστερα λησμόνα το, που ελησμονήθη!
κι η ζωή μας κι η αγάπη παραμύθι.
————
(1) Αριστοφάνη «Όρνιθες»
(2) Παύλου Νιρβάνα «Λησμονημένο Παραμύθι»