Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Φυτά και ζώα’ Category

AID-11

Σεραφείμ Κ. Τσιτσά

 Έχουν κι οι φτερωτοί μουσικοί το βασιλιά τους, τ’ αηδόνι. «Κλαίει ή τραγουδάει τ’ αηδόνι;» ρωτάει ο Στέφανος Γρανίτσας. Ο Ελληνικός λαός παραδέχεται και τα δύο. Κυριαρχεί όμως η χαρούμενη νότα. Γι’ αυτό σ’ εποχές πένθους και συμφορών γίνεται έκκληση στ’ αηδόνι να πάψει να κελαηδεί:

«Αηδόνια μη λαλήσετε, πουλιά να βουβαθείτε

και σεις  οι μαύροι Τσάμηδες στα μαύρα να ντυθείτε,

τι την Αγιά την πήρανε, την δόλια μας την Πάργα»

λέει το τραγούδι της Πάργας.

«Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν’ τ’ αηδόνια

κρυφά το λέει κι ο γούμενος από την Άγια Λαύρα

-Παιδιά για μεταλάβητε, για ξεμολογηθήτε…»

λέει άλλο τραγούδι των χρόνων του 1821.

Κάποτε όμως το κελάηδημα του αηδονιού γίνεται κλάμα για να θρηνήσει κάποια εθνική συφορά:

«Τ’ αηδόνια της Ανατολής, και τα πουλιά της Δύσης

κλαίνε αργά, κλαίνε ταχειά, κλαίνε το μεσημέρι

κλαίνε την Ανδριανούπολη την πολυκουρσεμένη»

Πολλοί μουσικοί ασχολήθηκαν με το τραγούδι του αηδονιού. Ο Μπετόβεν προσπάθησε να το αποδώσει στην έκτη συμφωνία του. Ο Ούγγρος μουσικολόγος Δρ. Ζόκε (η Ουγγαρία θεωρείτε η χώρα των πουλιών) λέει πως τ’ αηδόνι έχει στο λάρυγγά του ολόκληρη ορχήστρα κ’ οι μουσικοί του τόνοι καλύπτουν ολόκληρες οκτάβες. Το τραγούδι του είναι ολόκληρη όπερα, γεμάτη δραματικό χαρακτήρα. Κάποτε η λαϊκή μούσα αναθέτει στ΄ αηδόνι εωθινά καθήκοντα:

«Δεν λαλείς καημένο αηδόνι

την αυγούλα με δροσιά,

να ξυπνήσεις το αφέντη

να φιλήσει την κυρά»

AID-13

Αναφέρομε εδώ τις κυριότερες νεοελληνικές μυθολογικές παραδόσεις, που αιτιολογούν την προέλευση του τραγουδιού του αμίμητου αυτού φτερωτού σολίστα. Στην Ήπειρο η λαϊκή παράδοση διηγείται πως τ’ αηδόνι ήταν κάποτε τσέλιγκας κι έβοσκε ο ίδιος το τρανό κοπάδι με τα πρόβατα. Μια μέρα σ΄ ένα πανηγύρι γλέντησε τόσο πολύ, που το άλλο βράδυ έπεσε σε βαρύ ύπνο. Ένοιωθε τόσο κουρασμένο τον εαυτό του, ώστε πέφτοντας να κοιμηθεί είπε: «Θεέ μου κάνε να κοιμηθώ ίσα με τ’ Αγιωργιού. Τότε να ξυπνήσω». Ο Θεός ικανοποίησε το αίτημά του και κοιμήθηκε πραγματικά ολόκληρους μήνες. Το κοπάδι του ακυβέρνητο τόσο χρόνο, δεν έπαθε κακό, χάρις στα δυο άξια και πιστά σκυλιά του, την Τσίλα και το Τσιβέλι. Κι όχι μόνον δεν έπαθαν κακό αλλά πλήθυναν κι έγιναν αμέτρητα. Σαν τα είδε τ’ αηδόνι, όταν ξύπνησε χάρηκε και σαν δεν είχε τώρα τι να τα κάνει τόσα πολλά αποφάσισε και τα πούλησε. Έλειπαν τα σκυλιά την ώρα που τα πούλησε. Όταν το ‘μάθαν, του κάναν φριχτά παράπονα.  Ο τσέλιγκας κατάλαβε τότε το λάθος του. Μετάνιωσε κι αυτός για τη λύπη που πούδωκε στους δυο πιστούς του φύλακες.

«Θεέ μου –είπε τότε- κάνε με πουλί να πετώ ψηλά κι από κει ν’ αγναντεύω το κοπάδι μου».

Ο Θεός τον άκουσε πάλι και τον έκαμε αηδόνι. Από τότε κράζει, κάθε Άνοιξη τους φύλακες του κοπαδιού του…

«Τσίλα-Τσίλα! Τσιβέλι-Τσιβέλι! Τσα-Τσα!». Έτσι σφυρίζοντας και σαλαγώντας νομ’ιζει πως φιλάει ακόμα τα πρόβατα.

Μια παράδοση των Αγράφων που διηγείται ο Γρανίτσας, λέει πως το αηδόνι αποσταμένο ένα βράδυ του Απρίλη πήγε να κοιμηθεί πάνω σ’ ένα φράχτη. Μόλις το πήρε ο ύπνος, πήδησαν τα βάτα, οι αγράμπελες, ο κισσός και τ’ αγιόκλημα και το τύλιξαν από τη ζήλια τους με τα πυκνά βλαστάρι. Έσφιξαν τα φτερά του και τα πόδια του με τέτοιο τρόπο, που να μην μπορεί να ξετυλιχθεί. Όπως αγωνίζονταν να ξεδεθεί ορκίστηκε:

«Άντε μωρέ Απρίλη σε πίστεψα για φίλο. Ας ξετυλιχτώ τώρα κι όρκο κάμω να μην ξανακλείσω μάτι τις νύχτες σου. Θ’ αγρυπνώ ολονυχτίς…» Και φύλαξε τον όρκο του.

Από τότε λαλεί αδιάκοπα την άνοιξη από το βράδυ ως το πρωί για πείσμα του φίλου του, του Απρίλη.

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η Αηδόνα είχε σύζυγο το Βασιλιά Ζήθο. Φθονούσε όμως τη συννυφάδα της Νιόβη, επειδή εκείνη είχε πολλά παιδιά, ενώ αυτή –η Αηδόνα- είχε μονάχα ένα, τον Ίτυλο. Και μια μέρα θέλοντας να σκοτώσει το μεγαλύτερο παιδί της Νιόβης, σκότωσε κατά λάθος το δικό της. Οι Θεοί συγκινήθηκαν από τον μεγάλο της σπαραγμό και την μεταμόρφωσαν σε πουλί, το αηδόνι, που ως σήμερα κλαίει με πάθος το θάνατο του γιού της του μονάκριβου. Η τραγωδία της ετάραξε όλους τους δικούς της και παρακάλεσαν  κι αυτοί τους Θεούς να τους μεταμορφώσει σε πουλιά. Έτσι ο πατέρας της Αηδόνας, ο Πινδάρεως έγινε αετός της θαλάσσης (ο αλίετος), η μητέρα της έγινε αλκυών, η αδελφή της χελιδόνα, ο αδελφό της τσαλαπετεινός κι ο άνδρας της ο Ζήθος έγινε πελεκάνος.

AID-12

Το αηδόνι έρχεται στον τόπο μας κάθε άνοιξη. Είναι αποδημητικό. Γλυκύτερο και μελωδικότερο λαρύγγι δεν έπλασε ο Θεός. Οι μουσικές του τρίλιες παίρνουν μια ξεχωριστή γοητεία, χάρις στην ώρα που τελετουργείται το εαρινό αυτό ρεσιτάλ. Τ’ αηδόνια δηλαδή ψάλλουν τη νύχτα που είναι η ευνοϊκότερη ώρα για μουσική, όπως οι παλιοί κανταδόροι με τις προχωρημένες νυχτερινές ώρες της φεγγαράδας. Τόσο γοήτευαν κι αυτοί –οι κανταδόροι- την παλιά ρομαντική γενιά, ώστε κάποτε ο σκοπός χωροφύλακας, στο Σύνταγμα, αντί να συλλάβει περασμένα μεσάνυχτα τους κανταδόρους, που απαγορεύονταν να τραγουδούν αυτή την ώρα, τους πλησίασε σιγά-σιγά, όταν τελείωσαν και τους λέει:

-«Ξαναπέστε το, βρε παιδιά, κι ας πάμε ύστερα όλοι μαζί μέσα…»

Την νύχτα λοιπόν σωπαίνουν τ’ άλλα πουλιά και κανείς θόρυβος δεν ταράσσει τη την γαλήνη της εξοχικής λαγκαδιάς, της λόχμης, της κοιλάδας. Τότε το κελάηδημα τ’ αηδονιού παίρνει όλη τη λαμπρότητα μέσα στο μυστήριο του λόγγου, της φυλλωσιάς και της ποταμιάς, που φαντάζουν σαν να κρατούν κι αυτά την ανάσα τους για να μην ταράξουν τη μουσική μέθη της μυρωμένης ανοιξιάτικης νύχτας.

«Μούσαν λοχμαίαν» (1) ονομάζει τ’ αηδόνι ο Αριστοφάνης.

Τέλος μια παράδοση  πως, όταν οι Μαινάδες σπάραξαν τον Ορφέα και σκόρπισαν στη θάλασσα τα κομμάτια του, το κύμα του Αιγαίου πήρε το κεφάλι και τη λύρα του μάγου μουσικού, το κουβάλησε στο μακρινό νησί της Σαπφούς, στη Λέσβο και τ’ απίθωσε μαλακά πάνω στην ακρογιαλιά. Η άμμος σκέπασε το θεϊκό κεφάλι του Ορφέα, όμως η λύρα απόμεινε όρθια, πλάι στη γαλάζια θάλασσα. Κι όταν φυσούσε ο μπάτης ανάμεσα από τις χορδές, η λύρα του Ορφέα άρχιζε να τραγουδάει γλυκά και λυπητερά. Τ’ άκουσαν τ’ αηδόνια κι έμαθαν να το λένε από τότε με το ίδιο πάθος και την ίδια γλυκύτητα. Και θα το τραγουδούν αιώνια, ενόσω θ’ ανθίζει η άνοιξη και η αγάπη στην καρδιά της φύσης και της ζωής.

Αυτό βεβαιώνουν μερικοί διαλεχτοί στίχοι του Παύλου Νιρβάνα (2), στους οποίους η γιαγιά διηγείται στον μικρό εγγονό το παλιό και λησμονημένο παραμύθι του βασιλόπουλου, που αγάπησε κι έκαμε βασίλισσά του μια φτωχή παιδούλα:

Κι ύστερα, πώς να στο πω, καλέ μου;

Κι ύστερα…Το ξέχασα, γλυκέ μου,

το παλιό το παραμύθι…

 

– Κι αν το ξέχασες, το ξέρουν ταίρια ταίρια

ρώτα να στο πουν τα περιστέρια,

ρώτα να στο μάθουν τα τριγώνια,

να στο κελαϊδήσουνε τ’ αηδόνια…

κι ύστερα λησμόνα το, που ελησμονήθη!

κι η ζωή μας κι η αγάπη παραμύθι.

 

————

(1) Αριστοφάνη «Όρνιθες»

(2) Παύλου Νιρβάνα «Λησμονημένο Παραμύθι»

Read Full Post »

000-SKYL

Από τον Κωστή Παπαγιώργη

 

Η σκυλοφιλία είναι απόλυτη και σώψυχη ταύτιση.

Όποιος πενθεί για το σκύλο του, πενθεί για την προαπώλεια

του εαυτού του. Xάνει ένα μύχιο στοιχείο του εαυτού του

το οποίο ασυνειδήτως είχε επενδυθεί

στη σκυλίσια παρουσία.

 

Όταν εξημερώθηκε το σκυλί και έγινε κατοικίδιο «έπεσαν» τα αυτιά του, έγραφε ο Δαρβίνος. Σοφή παρατήρηση, ειδικά για όσους έζησαν στις επαρχίες, κοντά σε ζωντανά και σε κοπάδια. Το κυνηγιάρικο σκυλί, ο μολοσσός που φυλάει τα πρόβατα είναι ζωντανό ραντάρ, πρωτόγονος και ως εκ τούτου ατόφιος. Ο βοσκός δεν βάζει το σκυλί στο σπίτι, το σέβεται αλλά δεν το βλέπει ποτέ σαν μέρος του οίκου. Στην πόλη όμως ο σκύλος απώλεσε την επαφή με τη φύση και τον πρωτόγονο εαυτό του, στερήθηκε τους άγριους σκυλοκαβγάδες, το κυνήγι του λαγού και του τσάκαλου, ήρθε πιο κοντά στον άνθρωπο και απομακρύνθηκε από το παρελθόν του πού υπέκρυπτε πάντα κάτι το λυκίσιο και το αδάμαστο.

Ένας φίλος γιατρός, έμπειρος στα τετράποδα, έχει δική του πατέντα: «η γάτα είναι ένα κομμάτι κρέας, άφιλη, εγωπαθής, αντίθετα ο σκύλος είναι άνθρωπος με τρίχωμα και με τέσσερα πόδια! Κοντά στο σκύλο γίνεσαι περισσότερο άνθρωπος!» Η σκυλοσυντροφιά ανακαλύπτει διαφορετικά όχι μόνο το σκύλο αλλά και την ίδια τη ζωή. Αξίζει λοιπόν να προσέξουμε αυτήν τη διαχεόμενη ζωοφιλία που δεν είναι βίτσιο, χούι, παραξενιά παρά συναισθηματική εκλέπτυνση χωρίς εμφανές όριο. Ο «κάτοχος» του σκύλου πριν απ’ όλα κατέχει ένα προνόμιο το τετράποδο, αγορασμένο σε μικρή ηλικία, αναγνωρίζει από νωρίς τον αφέντη του και αφοσιώνεται. Μπορεί να παίζει με όλους, αλλά μόνο ο «ένας» ταράζει τα σωθικά του. Τον αναγνωρίζει, τον διαισθάνεται από απόσταση, ενίοτε τείνει να σπάσει την αλυσίδα του για να τον προϋπαντήσει.

Χωρίς υπερβολή, δεν υπάρχει κάτοχος σκύλου που να μην πιστεύει σθεναρά ότι μέσα στο τεράποδό του κρύβεται υπέροχα παγιδευμένο κάτι το βαθύτατα ανθρώπινο. Το ίδιο βέβαια μπορούμε να πούμε για τους κατόχους αλόγων, δελφινιών, περιστεριών ή αετών. Ωστόσο το μέγεθος και το φυσικό στοιχείο αποτελούν φραγή. Τα πετούμενα ανήκουν στον αιθέρα, το άλογο ανήκει στο μέγεθός του, ενώ ο σκύλος -μόνο αυτός- δίνει την εντύπωση ότι κάποια σπάνια συμπάθεια είναι διαλυμένη στο αίμα του. Αυτό το οξύμωρο, με τα χρόνια, αποβαίνει μυστικός δεσμός, συνεννόηση χωρίς λόγια, νοηματική γλώσσα της συμπάθειας. Αν το ζώο ήταν άνθρωπος με μουσούδα, τρίχωμα, μεγάλα αυτιά δεν θα άξιζε την αγάπη μας. Αντίθετα, καθίσταται λατρεμένο μέχρι περιπαθούς αφοσιώσεως επειδή μέσα στη σκληρή του συνθήκη, αυτή την αμετάκλητα φιμωμένη φύση, κατορθώνει να το σκάει στιγμιαία για να παραδοθεί στη θέρμη της ανθρώπινης φιλίας.

Δεδομένου ότι ένα σκυλί είναι «ανθρώπινο» μόνο για λίγους, και ακριβέστερα μόνο για έναν, εύκολα γεννιέται η αυταπάτη ότι το ζωντανό μεταρσιώνει τη φύση του μόνο για χατίρι του. Ο κάτοχος ψυχανεμίζεται μέσα στα κυνικά σωθικά την υπέρβαση της σκυλίσιας φύσης, οπότε η ανθρώπινη συμπάθεια αναγνωρίζει αβίαστα πάνω της ένα καθρέφτισμα του εγώ της. Η οικειότητα είναι απόλυτη, η αναγνώριση βαθύτατη, ο σκύλος είναι στο τσακ να μιλήσει και «μιλάει» βέβαια, έστω και αν οι περισσότεροι παρόντες διαθέτουν ώτα μη ακουόντων. Συχνά, κάποιος αδιάφορος θεατής της θερμής ανθρωπο-σκυλοφιλίας, υποψιθυρίζει :»Μα τι έχει πάθει με αυτό το ψωριάρικο;» Αφοσιωμένος στις γάτες και όχι στα σκυλιά, ο Μαλρώ ηταν κατηγορηματικός: Αργά ή γρήγορα, όλοι οι μεγάλοι εγωιστές γίνονται φιλόζωοι. Ωστόσο, η φιλία με το τετράποδο δεν γίνεται αποδεκτή ποτέ ως φιλόζωη ιδιότητα. Άνθρωποι που ζουν χρόνια με το σκύλο τους, που έχουν προσαρμόσει τις ανάγκες και τις μετακινήσεις τους με το τετράποδο, ποτέ δεν σκέφτονται ότι αγαπούν ένα «ζώο». Ο δεσμός με το σκύλο έχει να κάνει με το αξεδιάλυτο κράμα ενός ψυχισμού εντοιχισμένου μεν στη ζωικότητα πού, παρ’ ότι τετραποδίζει, σκυλοφέρνει ή γαυγίζει, φέρει στο βλέμμα του μισοσβησμένα πνευματικά ίχνη. Από τη μια μεριά το ζώο είναι ανθρώπινο πείραμα που έμεινε στη μέση, ενώ από την άλλη είναι ζωικό πείραμα που έδωσε αποτελέσματα ανώτερα του αναμενομένου.

Έτσι αρχίζουν τα θαύματα αφοσίωσης και συνεννόησης ανάμεσα στο τετράποδο και στο δίποδο. Η προσαρμογή είναι τέλεια και βαθύτατα ψυχική. Η υπακοή αγγίζει τα όρια του πάθους. Πιο συγκεκριμένα, δεν μας συγκινεί τόσο η κυρία με το σκυλάκι, η γραία που αγαπά το σκύλο της γιατί δεν της απέμεινε τίποτε άλλο να αγαπά, αλλά η εμμονή νέων ανθρώπων που σε κάθε περίπτωση μετακίνησης, έκτακτων αναγκών, ατυχιών, το πρώτο πού σκέπτονται είναι το τετράποδο. Η σκυλίσια αγάπη δεν είναι μόνο αμοιβαία, κυρίως δεν επιδέχεται «απάτη», μετάπτωση, λήθη – όσο το τετράποδο ζει και κινείται, παραμένει πάγια «αξία».

Γι’ αυτό όταν έρχεται η ώρα του κυνικού θανάτου, μιας και τα σκυλιά κατά κανόνα ζουν πολύ λιγότερο από τον κάτοχό τους, το πένθος είναι σκληρό, δεν παίρνει παρηγόρια. Ο στενός κύκλος του πενθούντος αναρωτιέται: «Μα τι έχασε; Τη γυναίκα του; Το παιδί του; Τη μάνα του; Ασφαλώς δεν έγινε χήρος, δεν έμεινε ορφανός, του συνέβη όμως κάτι χειρότερο. Έχασε ένα μύχιο στοιχείο του εαυτού του, το οποίο ασυνειδήτως είχε επενδυθεί στη σκυλίσια παρουσία. Αυτή η μυχιότητα δεν ευδοκιμεί με τους ανθρώπους που είναι ανεξάρτητες οντότητες, θέτουν όρια και εγωιστικά σύνορα. Η σκυλοφιλία είναι απόλυτη και σώψυχη ταύτιση, προσωπική ανακάλυψη που ομορφαίνει μέχρι κάλλους τη σιωπηλή αφοσίωση. Όποιος πενθεί για το νεκρό σκύλο του, πενθεί για την προ-απώλεια του εαυτού του.

 Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO στις 18/09/2008

Read Full Post »

1a

του Σεραφείμ Τσιτσά


Η νυφίτσα (
Putoriusvulgaris) ανήκει με τη βερβέρα και τα αιμοβόρα, κουνάβι, το λίγκα και την αγριόγατα, στα αιλουροειδή. Παρ’ όλο που είναι όλη-όλη ένα μεγάλο ποντίκι με ξανθή γούνα, κάνει του κόσμου τις ζημιές. Δεν αφήνει λαγουδάκια, κουνέλια, πουλιά, κότες. Κάνει όμως και καλό επειδή ρίχνεται στα ποντίκια και τα φίδια. Προτιμάει τις κατοικημένες περιοχές, όπου ζει στους κήπους, σε υπόγεια και χαλάσματα

Αντίθετα η βερβέρα (σκίουρος), με την οποία πολλοί μπερδεύουν  τη νυφίτσα, ζει στα δάση. Πηδάει στις πράσινες στέγες των δέντρων με τεράστιους και γρήγορους πήδους, ώστε στη στιγμή χάνετε από τα μάτια σας. Πολλές φορές αντίκρισα μέσα στους ρουπακιάδες και τους καστανόλογγους αυτές τις «αεροπορικές» πορείες της βερβέρας από δέντρο σε δέντρο και την είδα να καταποντίζεται άφαντη στο μυστήριο του λόγγου… Είναι ο μικρός πίθηκος των ελληνικών δασών. Τρέφεται με σπόρους, καρπούς, κλώνους, βλαστούς, φύλλα και μανιτάρια. Είναι πολύ καθαρό ζώο, ολοένα καθαρίζεται και γλύφεται με τη γλώσσα του.

Η νυφίτσα σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση, ήτανε μια όμορφη και προκομμένη κοπελιά. Χρυσοχέρα. Με τα χέρια της έγνεσε και ύφανε την προίκα της που ήτανε η καλύτερη του χωριού της. Την παραμονή όμως του γάμου της τη βρήκε η αναπάντεχη συμφορά. Όλη την προίκα της την έκλεψε η φθονερή αδελφή της και δεν της άφησε ούτε κλωστή. Έσκασε τότε η δύστυχη από το κακό της κι ο καλός Θεός τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε ζουλαπάκι, αυτό που ονομάστηκε νυφίτσα επειδή χάθηκε νυφούλα. Από τότε γυρίζει στα καταγώγια, νταβάνια, κελάρια, τρυπώνει στα σεντούκια και τα «σεπέτια» των κοριτσιών κι όπου εύρει ρούχα κάθεται και τα ροκανίζει ώσπου να γίνουν κουρέλια. Νομίζει πως είναι η δική της κλεμμένη προίκα και την καταστρέφει για να μην τη χαρεί η κακούργα η αδελφή της.
Τα κορίτσια για να γλυτώσουν το «γιούκο» τους από την οργή της νυφίτσας, αφήνουν απάνω σε αυτό μια ρόκα με τουλούπα μαλλί. Τότε η νυφίτσα κάθεται και γνέθει και δεν τους πειράζει το ρουχισμό τους.

1b

Τη χειμερινή εποχή εμφανίζεται η νυφίτσα στα νυχτέρια των κοριτσιών. Περιφέρεται στα μαδέρια και τα χατήλια. Έχει ξεθαρρέψει γιατί οι κοπέλες δεν τολμάνε να την πειράξουν. Ούτε γυρίζουν μάλιστα να την κοιτάξουν. Καμώνονται πως δεν την είδαν κι εξακολουθούν τη δουλειά τους λέγοντας: «Καλή και άξια κοπελιά η νυφίτσα. Έφκιασε τα προικιά της κι ακόμα δουλεύει. Είπαν μάλιστα κι ένα λόγο, πως την απάνω Κυριακή η νυφίτσα παντρεύεται. Έτσι η νυφίτσα φεύγει ευχαριστημένη.
Στην παλιά Αθήνα τη νυφίτσα την καλόπιαναν με τις κουταλίτσες, τις τηγανίτες δηλαδή βουτηγμένες στο μέλι.

«Κόπιασε κυρά Νυφίτσα

    για να φας τις κουταλίτες

   μην πειράζεις τα προικιά

      θα σου δώσουμε γαμπρό…»

Ο μύθος αυτός της νυφίτσας με διάφορες παραλλαγές επιχωριάζει σε πολλούς λαούς. Στη Σικελία λ.χ. για να τις εξευμενίσουν και να γλυτώσουν τα κοτέτσια τους από τις ζημιές, της λένε ότι όταν της παραθέτουνε τα γλυκίσματα: «Αν είσαι θηλυκή, σου δίνω γιο του βασιλιά, αν είσαι αρσενική σου δίνω βασιλοπούλα». Έτσι πιστεύουν η νυφίτσα δεν πειράζει τα κοτέτσια τους και κυνηγάει ποντίκια.

Σύμφωνα με τους Αισώπειους μύθους, η νυφίτσα αγάπησε κάποτε παράφορα έναν όμορφο άντρα και παρακάλεσε τη θεά του έρωτα, την Αφροδίτη, να κάνει το θάμα της. Να τη μεταμορφώσει σε γυναίκα, για να μπορέσει να χαρεί το ίνδαλμά της. Η Αφροδίτη συγκινήθηκε από το ερωτικό πάθος του μικρού ζώου και τη μεταμόρφωσε σε κοπέλα πολύ όμορφη. Όταν την είδε ο αγαπημένος της άντρας, την αγάπησε κι αυτός και αποφάσισαν να παντρευτούν. Σύντομα έγινε ο γάμος. Την ώρα όμως που η νύφη έλαμπε στα νυφικά της λούσα και καθόταν μαζί με τον γαμπρό, ένα ποντίκι πετάχτηκε έξαφνα δίπλα της. Η νύφη ξέχασε για μια στιγμή τη θέση της και το γαμπρό κι όρμησε να πιάσει το ποντίκι. Αγανάκτησε τότε η θεά Αφροδίτη για το άπρεπο φέρσιμό της και την έφερε πάλι στη φυσική της μορφή. Την ξανάκανε ζώο για να συνεχίσει το κυνηγητό των ποντικιών.

1c

Οι άνθρωποι τη λυπήθηκαν γι αυτό το ατύχημα και της έδωσαν το όνομα της άμοιρης νύφης. Την ονόμασαν νυφίτσα, δηλαδή νυφούλα, για να θυμίζει την περασμένη της ευτυχία… Από τότε γυρίζει στα κατώγια, στα μαδέρια της ανταβάνωτης στέγης. Οι τσιμεντένιες όμως σύγχρονες κατασκευές έφαγαν τα βολικά για τη νυφίτσα ξύλινα καταφύγια και τα ηλεκτρικά ψυγεία έδιωξαν τα παλιά δροσερά κατώγια των χωριάτικων σπιτιών, που φιλοξενούσαν μαζί με τη νυφίτσα την αποθήκη των φρούτων, του τυριού, του κρασιού, του τραχανά, του μπλουγουριού.

1e

Έτσι η νυφίτσα χάνει τα παλιά της στέκια, τις ρόκες, τα λυχνάρια, τ’ αδράχτια και το μαλλί. Μαζί με αυτά χάνονται και τα παλιά τραγούδια, οι θρύλοι και τα παραμύθια, όλα όσα μόρφαιναν τη ζωή, την παλιά οικογενειακή εστία που έλαμπε από την άγνωστη σήμερα χαρά των παλιών παραδοσιακών χρόνων και καιρών…

Εύκολα εξημερώνεται η νυφίτσα. Δύο τέτοια αιμοβόρα ζωάκια είδα στο σπίτι ενός Ασκληπιάδη στην Κω. Έχουν κάτι δόντια-βελόνια σαν της γάτας και νύχια στα πόδια τους φοβερά. Η Κως είναι γεμάτη αγριοκούνελα, που κάνουν αρκετές ζημιές στην τοπική γεωργία. Οι εξημερωμένες νυφίτσες του γιατρού, που ανάφερα, κάνουν θραύση στα αγριοκούνελα. Μόλις τ’ αμολήσει έξω στο ύπαιθρο, τρέχουν και μπαίνουν στις τρύπες των κουνελιών κι εκείνα προγκάνε έξω όπου τα περιμένουν τα σκάγια των κυνηγών. Τα μικρά κουνέλια τα πνίγουν με τα νύχια τους και βυζαίνουν το αίμα τους. Πίνουν τόσο πολύ, ώστε πολλές φορές πέφτουν σε νάρκη κι άδικα περιμένει τις νυφίτσες του ο κυνηγός να τις περιμαζέψει. Ύστερα από πολλές ώρες βγαίνουν από τις τρύπες… μεθυσμένες ακόμα από το πιώμα του αίματος των κουνελιών.

1d

Είναι όμως πολύ ευαίσθητες. Μια μέλισσα αν τις τσιμπήσει, ψοφάνε. Γι αυτό οι κυνηγοί αποφεύγουν να τις χρησιμοποιούν στο κυνήγι την εποχή που γυρίζουν στις τρύπες τα φίδια.

Σε ένα σατυρικό τραγούδι -στη μελωδία του ¨κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι»- ιστορούνται οι γάμοι των ποντικιών και της νυφίτσας. Συνήθως το τραγουδούν τα κορίτσια στα νυχτέρια τους όταν έχει απομακρυνθεί η νυφίτσα από τους τοίχους και τα μαδέρια της αταβάνωτης στέγης του σπιτιού και δεν τη φοβούνται πια:

Πέντε ποντικοί

και δεκαοκτώ νυφίτσες

γάμο κάνανε, κοντή

-νεραντζούλα φουντωτή.

Γάμο κάνανε

μ’ ένα σπυρί σιτάρι

και το λιάζανε, κοντή

-νεραντζούλα φουντωτή.

Και το λιάζανε

στου πουρναριού το φύλλο

και τ’ αλέθανε

στου σφοντυλιού την πλάκα.

Ο ψύλλος ζύμωνε κοριός ανεβατίζει

κι ο σκαντζόχοιρος

αργοσυμπάει το φούρνο…

 1f

Read Full Post »

ΚΡΑΝΙΑ-1

του Σεραφείμ Κ. Τσίτσα

Αυτόφυτο άγριο, δασικό δενδρύλιο η κρανιά ευδοκιμεί στη ζωή των φυλλοβόλων πλατύφυλλων, σε υψόμετρο 400 έως 800 μ. Σπάνια σχηματίζει αμιγείς συστάδες. Ζει, συνήθως, συντροφευμένη με τα γαύρα, τις οστρυές τα φράξα, τα σφεντάμια, τις καστανιές.

Η σιλουέτα της, ύψους 2-6 μέτρα, κατατάσσεται μεταξύ θάμνου και δενδρυλλίου. Δεν λείπει από τους ζωντανούς φράχτες των αγροτικών κτημάτων, των κήπων και των αμπελιών., που πλαισιώνουν τους αγροτικούς δρόμους της ελληνικής εξοχής, τα μονοπάτια. Τα φύλλα της στην κάτω επιφάνεια, έχουν ένα χνούδι πριονωτό. Όταν τρίψει κανείς στη χούφτα του ένα μάτσο φύλλων κατανιάς, οι παλάμες του δίχως να το νιώσει – γεμίζουν μικρά λεπτότατα βελονάκια. Όταν χαϊδέψετε τότε τα τρυφερά μάγουλα ανύποπτης κοπέλας, θα ουρλιάξει από τους νυγμούς. Τα μάγουλα γίνονται κατακόκκινα. Τέτοια αστεία κάνουνε τακτικά τα μικρά χωριατόπαιδα στα κορίτσια της πόλης που παραθερίζουν στα χωριά μας. Ήταν από τα πιο… πικάντικα ξαφνιάσματα.

Τα όμορφα πρασινωπά λουλούδια της κρανιάς βγαίνουν την άνοιξη πριν από τα φύλλα της κουτσουπιάς και της αμυγδαλιάς.

ΚΡΑΝΙΑ-2

Οι κόκκινοι στυφοί καρποί της, τα κράνα, ήσαν τα παλιά χρόνια η αμβροσία των φτωχών ανθρώπων του χωριού, των βοσκών και των στρατοκόπων, μαζί με τα βατόμουρα και τα γκόρτσα. Ωριμάζουν τις αρχές Αυγούστου. Τόσο συνηθισμένη αμβροσία τα κράνα, ώστε να τιμηθούν και με την… φιλολογία στα παδικά αινίγματα:

Τινάζω τη ματσούκα μου και κοκκινίζει ο τόπος. (Τι είναι;)

Λόγω της μεγάλης στυφάδας τους θεωρούνται τα κράνα – μαζί με τα άγρια σούρβα και τα τσάπουρνα – δραστήριο φάρμακο κατά της ευκοιλιότητας. Όταν ωριμάσουν καλά τα κράνα, είναι νοστιμότατα. Μερικές μάλιστα ποικιλίες, οι μοσχοκρανιες, δίνουν αρωματικότατους καρπούς με τους οποίους οι γυναίκες του χωριού παρασκευάζουν νοστιμότατο γλυκό πελτέ.

Στα παλιά χρόνια κάθε Πρωταυγουστιά, πρωί-πρωί, οι χωρικοί μας έπρεπε να φάνε νυστικοί, λίγα κράνα. Αυτό γινόταν σ’ άλλα τα μέρη με το καρπούζι. Έτσι μπολιάζουν προληπτικά και προφυλάσσονταν – όπως πίστευαν – από την παλιά μάστιγα της ελονοσίας, τις θέρμες.

ΚΡΑΝΙΑ-3

Στα πολύ παλιότερα χρόνια τα κράνα πρέπει να είχαν κα μαγικές ιδιότητες, αν πιστέψουμε τον Όμηρο που βεβαιώνει ότι η φοβερή Κίρκη παρέθεσε στον Οδυσσέα και την παρέα του, για τροφή, «καρπόν κρανείας και άκυλον βάλανον», κράνα και πουρναρίσια βαλανίδια.

Το ξύλο της κρανιάς είναι σκληρότατο και αντοχής σε θραύση. Τα γερότερα γκλιτσόξυλα των τσοπάνων γίνονται από νεαρούς βλαστούς κρανιάς. Κρανίσιες βέργες χρησιμοποίησε ο δάσκαλος μου, που λεγόταν και Κρανιάς Λάμπρος, για την εκμάθηση της αλφαβήτου. Και αν κρίνω από την ποιότητα του εκπαιδευτικού του έργου – έργο που έφερε τη λαμπρότητα και τη στερεότητα του ονόματός του – του αξίζει η δίκαιη ευγνωμοσύνη και η ευλάβεια προς την ιερή μνήμη του.

«Ακάρδιον και στερεόν όλον, όμοιον κέρατι την πυκνότητα και την ισχύν», χαρακτηρίζει το κρανόξυλο ο Διοσκουρίδης.

Από ξύλο κρανιάς κατασκευάστηκε ο Δούρειος Ίππος της Τροίας. Κρανίσια ήσαν τα δόρατα των αρχαίων θηρευτών και των πολεμιστών του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Είπαμε για τα γκλιτσόξυλα των βοσκών. Αλλά και λαβές εργαλείων και ρόκες και βουκέντρες γίνονται από ξύλο κρανιάς. Για την ξύλινη βουκέντρα επιχωριάζει άλλο απεικαστάρι (αίνιγμα):

Την ημέρα τρώει κρέας και το βράδυ μετράει τ’ αστέρια.

Την ημέρα δηλαδή κεντάει τα πισινά των ζώων (βοδιών, γαιδάρων κλπ.) και το βράδυ, στημένη στον τοίχο της αυλής, αγναντεύει τον έναστρο ουρανό.

ΚΡΑΝΙΑ-4

Στην ίδια δασική ζώνη και στο ίδιο φυτικό γένος της κρανιάς ζει η πρωτεξαδέλφη της, η βουζοκρανιά. Η βοτανική την ονομάζει Κρανείαν την αιματώδη (Cornus sanguine) ενώ τη γνωστή μας κρανιά: αρσενική (Cornus mas). Η βουζοκρανιά η αγριοκρανιά δεν κάνει φαγώσιμους καρπούς. Ονομάστηκε έτσι, γιατί τα λουλούδια της – ταξιανθία σκιαδοειδής όπως τα λένε οι ιδικοί – μοιάζουν πολύ με τα λουλούδια του βουζιού, ενός ποώδους υψηλού ετήσιου φυτού (ύψους ενός μέτρου περίπου), αγνώστου στους πολλούς.

Όσο γερό είναι το ξύλο της κρανιάς τόσο εύθραυστα είναι τα κουκούτσια των καρπών της. Όταν οι μικροί των χωριών αλλάζουν τα χαλασμένα δόντια της πρώτης οδοντοφυΐας, τα πετούν στη στέγη των σπιτιών επαναλαμβάνοντας τρεις φορές:

Να κρανοκόκκαλο και δομ’ (δος μου) σιδερένιο

Αλλά και στα καθαρογλωσσήματα των μικρών μνημονεύεται η κρανιά:

Λούρα κρανόλουρα κι από κρανιά λούρα

Λούρα σημαίνει βέργα. Δοκιμάστε και σεις να το επαναλάβετε τρεις φορές στα γρήγορα, όπως κάνουν τα χωριατόπαιδα, δίχως να τα κάνετε… μούσκεμα.

Read Full Post »

του Σεραφείμ Κ. Τσιτσά

Κάποιο απόβραδο, ρέμβαζα σε μια λογγιά του αριστερού όχτου του Σπερχειού. Δεν γινόταν ομορφότερη ώρα. Μόλις είχε ο ήλιος βασιλέψει κατά τις κορφές του Τυμφρηστού. Το τριφυλλοχώραφο της λογγιάς έχεις γίνει θεότρελη πίστα. Τέσσερα κατσικάκια, που τα αποζούρλανε ο Μάης, χορεύουν με πήδους σάμπας και καράμπας. Κουτουλάνε στα θημωνιές κα τα δεμάτια του κομμένου τριφυλλιού, κάνουν ακροβασίες, σηκώνουν τις μουσουδίτσες τους προς το χρυσό αντιφέγγισμα του δειλινού. Δυο σιούτες κατσίκες οικόσιτες είναι δεμένες στο φράχτη. Αυτές δεν έχουν μπέσα. Κάποτε ήρθε η ώρα του γυρισμού στο χωριό. Η κοπέλα που τις συντροφεύει, λύνει το σχοινί και τις παίρνει σουρνάμενες.

Την καμάρωνα όπως βάδιζε στο γυρισμό της με τις κατσίκες και τα μικρά τους ανήλικα, που τη συνόδευαν παίζοντας. Μια αβραμιαία μακαριότητα κ’ ευτυχία πλημμύριζε την ειρηνική και πανέμορφη αυτή εξοχή την ώρα εκείνη…

Σε λίγο τ’ αθέατα κορνέτα των γρύλλων άρχισαν να δοκιμάζουν τις πρώτες νότες  του σούρουπο, που αντηχούσαν τόσο υποβλητικά στην απεραντοσύνη της γαλήνης της λογγιάς.

Για κάτι τέτοιες ευφρόσυνες ώρες του χωριού αξίζει ολάκερη ζωή, μια ζωή που λεηλατείται στις πολιτείες.

Η μουσική των γρύλων νανούριζε τόσο μελωδικά την ανθισμένη πλάση.

Οι γρύλοι είναι ξαδέρφια με τις ακρίδες κι’ ανήκουν, μαζί μ’ αυτές, στα ορθόπτερα έντομα. Υπάρχουν σαράντα περίπου είδη γρύλων. Τα κυριότερα είναι ο οικιακός, που ζει στις τρύπες των τοίχων και της στέγης κι’ ο αγροτικός γρύλος, με σκοτεινότερο χρώμα, που ζει στο ύπαιθρο, στα λιβάδια, στα χωράφια, στους όχθους των δρόμων, στους λόγγους και στα ρουμάνια. Το μάκρος του δεν ξεπερνά, όλο κι όλο, τους δυο πόντους.

Είναι γνωστότατα ζωάκια από τον αδιάκοπο τριγμό που κάνουν όταν μόλις σουρουπώσει, και γι’ αυτό ονομάζονται τριζόνια. Τον τριγμό αυτό, τρικ… τρικ… τον κάνουν τ’ αρσενικά τριζόνια τρίβοντας τα σκληρά μπροστινά φτερά τους, τα έλυτρα (1), επάνω  στο κορμί τους για να προσελκύσουν τα θηλυκά. Τα νυχτερινά δηλαδή τσιρίσματα των τριζονιών είναι μια ατέλειωτη ερωτική καντάδα για τα κάλλη του ωραίου φύλλου των… γρύλων. Ακούγεται την άνοιξη σαν ξέσπασμα της χαράς της γης:

Ως και τα κυπροκούδουνα

κι οι γκιώνηδες κ’ οι γρύλοι

εμέθυσαν απ’ τη χαρά

τ’ αποψινού Απρίλη…

(Στεφ. Γρανίτσας)

Ακούγεται το καλοκαίρι νάρχεται από χρυσαφένιες θημωνιές, στοιβαγμένες γύρω στ’ αλώνια, ακούγεται τις νύχτες του φθινοπώρου, όταν σταματάει το μάζεμα των καλαμποκιών ή το πάτημα των σταφυλιών του τρύγου.

Ακούγεται στους λόγγους για να συντροφεύει τον ύπνο των κουρασμένων λοτόμων, των ρετσινάδων, των κερατζήδων, της παραδασόβιας εργατιάς. Οι χωρικοί μας, αγαπάνε το τριζόνι, που τους νανουρίζει τόσο υποβλητικά τη νύχτα, όπως τ’ αγαπάνε κ’ οι ποιητές κι όσοι μπορούν να νοιώσουν την ομορφιά μερικών πραγμάτων, που φέρνουν κάποιο μήνυμα από το μεγάλο μυστήριο της ζωής και της φύσεως.

Με την υπόκρουση των τριζονιών και των φτερωτών μουσικών της εξοχικής πανίδας συντελείται η κυοφορία της φυτικής ζωής – των σπόρων και των φύτρων – μέσα στα σπλάχνα της γης:

Πάψε, αηδονάκι της αυγής

τ’ απόβραδου τριζόνι,

ν’ ακούσω ο σπόρος μεσ’ στης γης

πως σκάει και πως ριζώνει.

Ο Φλαμαριών γράφει ότι το τριζόνι κι ο τζίτζικας είναι οι πρώτοι μουσικοί της γης. Πριν απ’ αυτούς – στους αρχαίους χρόνους – η φύση ήταν άφωνη. Έως τότε η έμβια πλάση είχε δημιουργήσει τις σιωπηλές μονάχα κατώτερες μορφές ζωής όπως τα ζωόφυτα, τα μαλάκια, τα μυριάποδα και τα ψάρια. Τα πρώτα έντομα που εμφανίστηκαν στη γη ήταν ο τζίτζικας και το τριζόνι που έτριψαν τα έλυτρα των φτερων και φούσκωσαν τα τύμπανα της κοιλιάς τους κ’ έτσι σκαρώθηκαν οι πρώτοι ρυθμικοί ήχοι. Γι’ αυτό, όταν την ώρα του σούρουπου ακούμε την μουσική των γρύλων πρέπει να γυρίζουμε τη σκέψη μας στην μακραίωνη ιστορία της φύσεως, στους απώτατους χρόνους της χαραυγής της ζωής.

Μέσα στη σιωπή της νύχτας, λέει κάποιος ποιητής, τραγουδούσε χθες βράδυ το τριζόνι. Τι να λέει άραγε το τραγούδι του; Να στέλνει τάχα στο Θεό τον ανάλαφρο πόνο κι ο Θεός το αφήνει να του μιλάει; Άκουσα να λέει το τριζόνι: «μιλάει για τη φτώχεια του χωριού, για το λειψό ψωμί τους, την αδειανή χύτρα, την κουρασμένη νοικοκυρά, το άρρωστο γέροντα, το νηστικό παιδί, για κάτι τόσο ανθρώπινο, αγνό και πονεμένο…».

Οι χωρικοί μας, που δεν βυθίζονται σε τέτοιες θλιμμένες φιλοσοφίες, χαίρονται τη νυχτερινή μουσική του τριζονιού και παραδίδονται ύστερα από το μόχθο της ημέρας, στον ειρηνικό τους ύπνο, έως το θαμποχάραμα.

Τότε θα ακουσθεί το χαρμόσυνο εγερτήριο του πετεινού, του μεγάλου αυτού άρχοντα και μαχαραγιά του εξοχικού ορνιθώνα και της ελληνικής εξοχής.

——————————-

1.  Στα έντομα, υπάρχει περίπτωση οι πρόσθιες πτέρυγεςνα έχουν περισσότερη χιτίνη και να είναι σκληρυμένες με την πρωτεΐνη σκληρωτίνη. Τέτοιες πτέρυγες ονομάζονται έλυτρα. Έλυτρα συναντούμε ιδιαίτερα στις τάξεις των κολεόπτερων και δερμάπτερων

Read Full Post »

του Σεραφείμ Κ. Τσίτσα

Όλα τα ξυλώδη δασικά φυτά με ψηλούς και χοντρούς κορμούς, που δεν είναι θάμνοι, λέγονται δέντρα. Στα Άγραφα όμως και τη Ρούμελη, δέντρα ονομάζουμε τις δρυς, γιατί αυτές κυριαρχούν στα κακοτράχηλα βουνά της Πίνδου. Όταν στ’ Άγραφα και τη Ρούμελη λένε ξυλεία δέντρινη, εννοούνε δρύινη.

Αυτά τα δέντρα έκλαιγαν για το χαμό της κλεφτουριάς:

Λιάκο, σε κλαίνε τ’ Άγραφα, οι βρύσες και τα δέντρα.

Ακόμα κ’ η λαϊκή λέξη κλαρί συνήθως δηλώνει τη δρυ:

Θέλω να πάω να κοιμηθώ, κόψε κλαρί απ’ τον λόγγο,

να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο.

 

Η Ελλάδα είναι χώρα των δρυμών. Αυτοί κυριαρχούν στον τόπο μας και αποτελούν το εθνικό μας δάσος, όπως ο πλάτανος αποτελεί, καθώς είπαμε στην ιστορία του, το εθνικό μας δέντρο.

Ο αείμνηστος λαογράφος Δ. Λουκόπουλος μας πληροφορεί πως, καίτοι ορεινός Ρουμελιώτης, μόλις το 1928 έμαθε για πρώτη φορά σ’ ένα ταξίδι του στ’ Άγραφα, πως «υπάρχουν δυο είδη – κι όχι ένα – δρυός, τα ημεράδια και οι πλατίτσες. Τα πρώτα με στενά, και τα δεύτερα με πλατειά φύλλα…»

Κι όμως πάλι δεν κατατοπίστηκε καλά. Όχι δυο, αλλά δέκα περίπου είναι τα είδη των ελληνικών δρυών, που σχηματίζουν τους μεγάλους ελληνικούς δρυμώνες ή, όπως τους λέει ο Αριστοτέλης, δρυμούς (1).

Ένας μη ειδικός δύσκολα βέβαια θα τα ξεχώριζε. Οι βουνίσιοι όμως χωρικοί μας, που λημεριάζουν στους λόγγους και τα ρουμάνια, τα ξέρουν από την καλή και με το ιδιαίτερο όνομά τους.

  1. Η πλατίτσα ή πλατοκλάρι ή γρανίτσα. Είναι το πιο ευκολογνώριστο είδος απ’ όλες τις φυλλοβόλες δρυς. Έχει τα παχύτερα (δερματώδη) και μεγαλύτερα φύλλα, γι’ αυτό και ονομάζεται πλατύφυλλος. Κάποτε απάντησα ένα φύλλο πλατίτσας με μάκρος 30 πόντους. Επειδή τα φύλλα αυτά τα τρώνε πολύ τα βόδια, σε μερικά χωριά της Φθιώτιδας (Γιαννιτσού) η δρυς αυτή ονομάζεται βοϊδόκι. Φυλλορροεί γρηγορότερα απ’ όλες τις δρυς (Σεπτέμβριο με Οκτώβριο). Μια τέτοια πελώρια δρυ –ύψος 22 μ. και περιφέρεια κορμού 5,50 μ.-σώζεται στο δάσος Κάπελη, κοντά στο δρόμο Αμαλιάδας-Δίβρης. Σ’ αυτή ο Ιμπραήμ πασάς κρέμασε τον παπά του χωριού, γι’ αυτό ονομάστηκε «του Παπά το Δέντρο».
  2. Η άμισχος δρυς ροτσόκι ή κελάνι. Τα φύλλα της έχουν μικρό κοτσάνι, ενώ οι καρποί της είναι σχεδόν κολλητοί στον κλάδο, χωρίς κοτσάνι. Έχει το καλύτερο ξύλο και φυλλορροεί αργά το Χειμώνα.
  3. Η χνοώδη δρυς, το ημεράδι ή ρουπάκι (από το ρώπαξ-κος), με ωραία μικρά φύλλα με αλαφρό χνούδι στο κάτω μέρος.
  4. Δρυς η έμμισχος και δρυς η μισχανθής. Ομοιότατα μεταξύ τους είδη, με μόνη αξιόλογη διάκριση το χνούδι που υπάρχει στα φύλλα της πρώτης. Και τα δυο αυτά είδη έχουν το δημοτικό όνομα ρένια και ξαπλώνονται και χαμηλότερα από τη ζώνη των δρυών έως την παραλία. Είναι οι συνηθισμένες δρυς που συναντάμε στους κάμπους σε δασύλλια, άλση, κήπους και δεντροστοιχίες. Στον Εθνικό Κήπο υπάρχουν μερικά, ηγεμονικά πράγματι, τέτοια δέντρα. Στο μεγαλόπρεπο της μορφής τους ίσως οφείλεται το βασιλικό τους όνομα.
  5. Δρυς η ευθύφλοιος, το γνωστό τσέρνο. Είναι όπως κ’ η πλατίτσα σημαδιακό είδος δρυός. Ξεχωρίζει καλά από τα μακρουλά, γλωσσοειδή φύλλα του και τα μουστακάτα λέπια που έχουν τα κύπελλα των καρπών του. Ζει στα υψηλότερα μέρη της ζώνης των δρυών μέχρι των ελατιάδων, στους οποίους και εισχωρεί.
  6. Δρυς ή μακεδονική. Στην Ήπειρο τη λένε κρίπνα. Τα φύλλα της είναι όμοια με της καστανιάς, λίγο μεγαλύτερα στο μέγεθος. Απαντά στην Πίνδο και τη Μακεδονία μέχρι την Βέροια.
  7. Βαλανιδιά. Είναι γνωστή από τα γνωστά χοντρά της κύπελλα των βαλανιδιών, τα οποία είναι πολύτιμη πρώτη ύλη της βυρσοδεψίας.

Δεύτερη έρχεται η πατρίδα μας στην παγκόσμια παραγωγή βαλανιδιού.

Η βαλανιδιά σχηματίζει μεγάλα δέντρα στη θερμή ζώνη των αειθαλών (Αιτωλοακαρνανία, Άρτα, Πρέβεζα, Θεσπρωτία, Μεσσηνία, Λακωνία, Αργολίδα κλπ.), με ετήσια παραγωγή 10-15 εκτατομ. οκάδες βαλανιδιών. Αποτελεί γι’ αυτό πολυτιμότατο δέντρο της εθνικής μας οικονομίας.

Οι μεγάλες αιωνόβιες βαλανιδιές κατεβάζουν γύρω στις 500 οκάδες καρπό. Μια τέτοια γέρικη    βαλανιδιά έκοβαν κάποτε οι υλοτόμοι. Το χοντρό και ροζιάρικο κορμί της δύσκολα τεμαχιζότανε. Για να το σχίσουν έμπηξαν στο κορμί της σφήνες καμωμένες απ’ το ίδιο της το ξύλο. Το πικρό παράπονό της το μεταδίδει ο Αίσωπος σ’ έναν από ους μύθους του: «…ου τοσούτον τον κόψαντα με πέλεκυν μέμφομαι, όσον τους εξ εμού φυέντας σφήνας».

Όλες οι παραπάνω δρυς είναι φυλλοβόλες. Οι πρώτες τρις συγκροτούν κυρίως τους ελληνικούς δρυμούς, που καταλαμβάνουν επιφάνεια 6.700.000 στρέμματα και αποτελούν το τρίτο περίπου των ελληνικών δασών.

Εκτός απ’ αυτά τα δέντρα υπάρχουν και δυο είδη αειθαλών δρυών που δεν είναι γνωστά, αλλά δεν τα υποπτεύεσθε καθόλου. Το σουλούπι τους και μάλιστα η φυλλωσιά της κόμης τους, δεν μοιάζει με τις φυλλοβόλες δρυς. Αν προσέξετε όμως τους καρπού τους, είναι τα ίδια κι απαράλλαχτα βαλανίδια με τα κύπελλα τους. Οι αειθαλείς αυτές δρυς είναι το …πουρνάρι και η αριά. Το πρώτο ξαπλώνεται σ’ όλα τα ελληνικά βουνά από τη ζώνη των αειφύλλων έως την ζώνη της καστανιάς. Αφιερώνω γι΄αυτό ξεχωριστό σημείωμα.

Η αριά, με τα μικρά φύλλα της ελιάς, δε σπανίζει κι αυτή από ελληνικά ρουμάνια. Σχηματίζει δέντρα με ωραία σφαιρική, συμμετρική κόμη, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται συνήθως σε δεντροστοιχίες ως καλλωπιστικό.

Ωραιότατα δέντρα αριάς απαντούν στους βραχώδεις όχτους και τις απότομες πλαγιές του Αχέροντα, κάτω απ’ τη ράχη του Δράκου και τα ερείπια του Σουλίου, έως την περίφημη «Σκάλα της Τζαβέλαινας».

Η ξυλεία των δρυών, σκληρή, βαριά, στέρεα και μεγάλης διάρκειας είναι από τους καλλίτερους κερεστέδες στην οικοδομή. Όταν βρίσκεται μέσα στο νερό, δεν σαπίζει ποτέ, σκληραίνει και μαυρίζει σαν έβενος. Η πλατίτσα και το ημεράδι δίνουν τη γερότερη και καλύτερη ξυλεία χρήσιμη στη μεταλλουργία, επιπλοποιία, την κατασκευή παρκέτων κλπ. Οι στρωτήρες των σιδηροδρόμων μας (τραβέρσες) βγαίνουν απ’ τους δρυμούς μας. Ο δρύινος κορμός πρέπει να ‘χει πάχος τουλάχιστον 28 πόντους για να δώσει στρωτήρα για τη γραμμή του ΟΣΕ.

Η εγχώρια παραγωγή δρυοξυλείας δεν υπερβαίνει συνήθως τα 15.000 κυβ. μ., γιατί οι δρυμοί μας υλοτομούνται νεαροί για κάρβουνα. Μεγάλα ποσά ξυλείας εισάγονται στη χώρα μας από τη Σλοβακία, τη Ρωσία, Τουρκία και Αμερική. Χρησιμοποιείται πολύ στην επιπλοποιία και σε πολυτελείς οικοδομές, για σκάλες, εξ’ωθυρες, παρκέτα, επενδύσεις τοίχων κλπ. Η δρυοξυλεία αυτή του εξωτερικού-άμισχος και χνοώδης δρυς κυρίως-έχει ωραιότατη εμφάνιση χάρη στις όμορφες γυαλιστερές εντεριώνιες ακτίνες, που διατρέχουν σα χρυσάφια τα νερά του ξύλου και γι’ αυτό λέγονται και χρυσαλλίδες.

Εκτός από τα εμπορεύσιμα αυτά δασικά προϊόντα, οι ελληνικοί δρυμοί επουλώνουν πάμπολλες ατομικές ανάγκες των χωρικών. Κάθε χωρική φαμίλια υλοτομεί 60-100 φορτία δρύινα καυσόξυλα το χρόνο (4-5 χιλ. οκάδες), για να ρουπώσουν τα πρωτόγονα αδηφάγα τζάκια. Καμιά δυστυχώς προσπάθεια-αληθινά εθνική-δεν έγινε ως τώρα να εισαχθούν στην ύπαιθρο οι τόσο πρακτικοί και οικονομικοί τύποι θερμάστρας-μαγειρείου και να καταργηθούν  τα τζάκια, τα οποία δε θερμαίνουν καθόλου τους χωρικούς, παρ’ όλες τις τεράστιες ποσότητες καυσόξυλων που καταλύουν. Τα ¾ σχεδόν από τη θερμαντική δύναμη-τις θερμίδες-φεύγουν χαμένα από τις καπνοδόχους. Οι ίδιοι άλλως τε χωρικοί χωρατεύοντας για τα τζάκια τους λένε: «Μπρος πυρά και πίσω κλαδευτήρα…»

Την τρομακτική σπατάλη των καυσόξυλων βεβαιώνει κι ο ποιητής σε μια γραφική εικόνα του χωρικού τζακιού, που πυρρώνει με τη λαμπρή του φλόγα τα ροδοκόκκινα μάγουλα των κοριτσιών:

Νυχτέρι θα ‘χουν σπίτι μας. Του Τράκα τα πουρνάρια

κούτσουρα τετραπανωτά θα καίγουν στη γωνιά μας.

Στης πυροστιάς ολόγυρα, δίπλα στο πυρομάχο,

Της γειτονιάς αραδιαστές θα κάθονται οι κοπέλες…

Εκτός από τα καυσόξυλα, κάθε ορεινή φαμίλια υλοτομεί και 10-20 φορτώματα κλαρί – φύλλωμα δηλαδή δρυός – το χρόνο, για χειμερινή τροφή των ζώων, ιδίως των γιδοπροβάτων. Το πρώτο τρυφερό ανοιξιάτικο κλαρί, τη φουσκοδεντριά, με το οποίο ταΐζουν τα νεογέννητα κατσίκια, το ονομάζουν μούγγρο. Αυτός είναι ο προάγγελος της Άνοιξης στα ορεινά χωριά. Το πρωτόσκαστο χρυσοκίτρινο αυτό κλαρί με τα ξανθιά μπουμπούκια του, που θα μπει στη ρούγα των χωριών, είναι ο κλάδος τηε ελιάς που αναγγέλλει χαρούμενα το τέλος της βαρυχειμωνιάς.

Η πολυφάμιλη γενιά του δέντρου περιλαμβάνει σ’ όλη τη γη 300 είδη. Ελάχιστα όμως ευδοκιμούν στην Ευρώπη. Τα περισσότερα είναι αυτόφυτα στην Ασία και την Αμερική. Μια α;πό τις ξενικές δρυς λέγεται φελλοφόρος. Ευδοκιμεί στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Κορσική, την Τύνιδα, το Μαρόκο κλπ. Η εξωτερική (παλιά) φλούδα του κορμού της αποτελεί το γνωστό φελλό. Απ’ αυτόν γίνονται τα βουλώματα για τις φιάλες.

Ο δέντρος είναι από τους μεγαλύτερους μαθουσάλες του ρουμανιού. Ζει πάρα πολλά χρόνια και σχηματίζει κορμούς τεράστιους, ντυμένους με χρυσούς μανδύες από πυκνά κιτρινοπράσινα μούσκλια.

Οι δρυμοί στην αρχαιότητα ήσαν το προσκύνημα των νυμφών, οι οποίες ονομάζονταν Δρυάδες, Αμαδρυάδες, Δρυμοχαρείς. Κατά τον Απολλώνιο ονομάζονταν Αμαδρυάδες «δια το άμα ταις δρυσί γεννάσθαι ή δοκούσιν άμα ταις δρυσί φθείρεσθαι…».

Ονομάζονταν επίσης Δρυμίδες, υληωροί(4). Οι νύμφες γεννιόνταν απ’ τα δέντρα και πέθαινα μαζί μ’ αυτά. Πολλές φορές λέγεται ότι ακούστηκε ο θρήνος και το σκούξιμο των νυμφών, όταν κόβονταν τα δέντρα. Στη Δωδώνη της Ηπείρου, όπου ελατρεύετο ο Ζευς, υπήρχε άλσος φηγών, δηλαδή δρυών. Μια απ’ αυτές, η ιερή φηγός, επροστάτευε στη κουφάλα της την εικόνα του Δία, ήταν δηλαδή ναός του Δία, ο οποίος γι’ αυτό ελέγετο και Φηγοναίος (φηγός-ναός). Με το θρόισμα της ιερής δρυός ο Ολύμπιος θεός φανέρωνε τη θέληση του.

Σήμερα στη κοιλάδα του Δωδωναίου Μαντείου δεν υπάρχει πουθενά δέντρο δρυός, ούτε για δείγμα. Βοσκότοπος από χαμόκλαδα αειθαλών δρυών – πουρνάρια – σκεπάζει τον ερειπιώνα του Μαντείου κι αποτελεί βορά των γύρω γιδοκοπαδιών.

Η Δωδώνη αξίζει ακόμα αιώνια τιμή και δόξα, γιατί σ’ αυτή μεγάλωσε η ελληνική φυλή. Εδώ έζησαν οι πανάρχαιοι Έλληνες, οι Σελλοί, που έδωσαν τα’ όνομα τους στη χώρα μας, την Ελλάδα.

Από το ξύλο της Δωδωναίας ιερής φηγού πήραν οι Αργοναύτες για φυλαχτό και το ‘βαλαν στην πρώρα, την πρύμνη και το τιμόνι της Αργούς.

Κάτω από τη σκιά μιας γέρικης δρυός, κοντά στο σημερινό χωριό Πυρά, στην Οίτη, ζήτησε το θάνατο καιν την αποθέωση του ο Ηρακλής.

Δρυς ήταν το ιερό δέντρο της μητέρας του Δία, Ρέας.

Δενδρεύς και Δενδρίτης ονομάζονταν σε πολλά μέρη (Θήβα, Μαγνησία) ο Διόνυσος, επειδή λατρεύονταν μέσα σε κοιλότητα δέντρου, που αποτελούσε τον πρώτο φυσικό ναό.

Κάτω από τον ίσκιο των πυκνών γαλατικών δρυμών και μέσα σε βαθιές σπηλιές οι Δρυίδες Κέλτες τελούσαν τα μυστήρια της πανθεϊστικής λατρείας τους.

Κάτω από τη Δρυ του Μαμβρή, στη Χεβρώνα, φανερώθηκε ο Θεός στον Αβραάμ με την τριαδική μορφή του (Γεν. ΙΗ’).

Από τα κλωνάρια κάποιας δρυός, στο δρυμό Εφραίμ, πιάστηκε και κρεμάστηκε από τα μακριά του μαλλιά ο Αβεσαλώμ, όπου και βρήκε το θάνατο (Β’ Βασιλ. ΙΗ’, 9).

Οι κουφάλες των γέρικων δρυών είναι συνήθως γεμάτες από μυρμηγκοφωλιές. Όταν γιός του Δία Αιακός (ο κατόπιν κριτής στον Άδη) βασίλευε στην Αίγινα, ένας φοβερός λιμός εξολόθρεψε τους υπηκόους του. Ο Αιακός παρακάλεσε τον πατέρα του να ξαναπλάσει τους ανθρώπους κι ο Ζεύς μεταμόρφωσε τότε σε ανθρώπους όλα τα μυρμήγκια μιας γέρικης δρυός, που είχαν εκεί φυτέψει από μόσχευμα της Δωδωναίας ιερής δρυός.

Αυτοί αποτέλεσαν τους περίφημους Μυρμιδόνες, τους οποίους ο Αιακός έστειλε σε βοήθεια του Αιγέα εναντίον του Μίνωα.

Σε δέντρα δρυός μεταμόρφωσε κι ο Βάκχος τις γυναίκες της Θράκης που σκότωσαν τον Ορφέα.

Πολλές περιπτώσεις αναφέρονται αυστηρής τιμωρίας ανθρώπων, που υλοτόμησαν δρυς ή οπωσδήποτε βεβήλωσαν την ιερότητα των αλσών. Μας τις περιγράφουν χαριτωμένοι αρχαίοι μύθοι.

Στο θεσσαλικό άλσος της Δήμητρας, όπως ο Οβίδιος μας πληροφορεί, υπήρχε ιερή δρυς, την οποίαν ο βασιλιάς της Αττικής Εριχθόνιος διέταξε να κόψουν. Οι υπηρέτες του φοβήθηκαν τη  θεϊκή οργή και εδίσταζαν. Παίρνει ο Εριχθόνιος τότε μόνος του το τσεκούρι κι αρχίζει. Με το πρώτο χτύπημα πετάχτηκε αίμα από την πληγή του δέντρου κι ακούστηκε φωνή: «Στον κορμό του δέντρου ζω εγώ η αγαπητή νύμφη της Δήμητρας…» Ο Εριχθόνιος όμως συνεχίζει με σαρκασμό το ανόσιο έργο του, έως ότου έπεσε η ωραία δρυς και πέθανε μαζί μ’ αυτή η δρυάδα νύφη. Ραγδαία υπήρξε τότε η εκδίκηση της θεάς Δήμητρας. Καλεί από τον παγετώδη Καύκασο την Πείνα, για να σπαράξει τον κακούργο βασιλιά. Πράγματι ύστερα από λίγο, «λιμώ απόλλυται» ο Ερυχθόνιος, αφού τελικά και αυτές τις σάρκες του. Με το διδακτικότατο αυτό αλληγορικό μύθο διδάσκονται στο λαό της αρχαίας Ελλάδας και μέχρι σήμερα, καταλάγαρες επιστημονικές δασικές αλήθειες. Η Δήμητρα ως γνωστό, συμβολίζει τη γεωργία, οι δε νύμφες τα  νερά και τις πηγές (5). Η υλοτομία της ιερής δρυός συμβολίζει την καταστροφή των δασών στην πανάρχαια εποχή του Εριχθονίου. Την αποψίλωση της χώρας ακολουθεί η στείρευση των πηγών (ο θάνατος της δρυάδας νύμφης), η εξαγρίωση του κλίματος (ο παγετώδης Καύκασος), η δημιουργία χειμάρρων και η επακόλουθη καταστροφή της γεωργίας (εκδίκηση της Δήμητρας), την οποία συνοδεύει η πείνα και η δυστυχία…

  1.  «Πεποίκιλται δε η γη όρεσιν υψηλοίς, χλόαις μυρίαις και βαθυξυλοις δρυμοίς»
  2.  Από το ομηρικό κελαινός=μαύρος. Στο Καρπενήσι υπάρχει ελατιάς με το όνομα κελανιάς, κατάμαυρος από την πολύ πυκνότητα.
  3.  Δυστυχώς καταστράφηκε στους μαύρους χρόνους της Κατοχής από τους κατακτητές.
  4. Υληωροί=φρουροί, προστάται του δάσους, από το ύλη=δάσος και ώρα=φροντίς, μέριμνα, φρούρισις. Το δεύτερο συνθετικό (ώρα) απαντά στις λέξεις: τιμωρία, ολιγωρία, θυρωρός, ακταιωρός, εμβρυωρός, υλωρική κτλ.
  5.  Γίνονται δ’ άρα ται γ’ εκ τε κρηνών από τ’ αλσέων, εκ θ’ ιερών ποταμών, οι τ’ εις άλαδε προρρέουσι… (Οδύς. Κ 350)

Read Full Post »

Η Αλεπού (Vulpes vulpes). Το γκριζοκαφέ ζώο με την μακριά και φουντωτή ουρά. Ενα ζώο που συγκεντρώνει την προσοχή μεγάλης μερίδας της κοινωνίας μας για διαφορετικούς λόγους. Για τους κατοίκους αγροτικών περιοχών και τους πτηνοκτηνοτρόφους αποτελεί εχθρό, για τους κυνηγούς αποτελεί ανταγωνιστή που ευθύνεται για τη συρρίκνωση των πληθυσμών ορισμένων θηραματικών ειδών, για τους καλλιεργητές είναι σύμμαχος στον περιορισμό των ζημιών από τα ποντίκια και για τους οικολόγους έχει αναχθεί σε προστατευτέο είδος. Που βρίσκεται η αλήθεια Οπως πάντα κάπου στη μέση.

Η πονηρή αλεπού όταν περνάει από ύποπτα μέρη, μαζεύει κοντά – κοντά τα πόδια της και τα κάνει ένα. Ο λόγος είναι τούτος: Άμα βαδίζει και με τα τέσσερα είναι εκτεθειμένη σε τέσσερις κινδύνους. Κάνει λοιπόν, τα τέσσερά πόδια της ένα, άρα περιορίζει και τους κινδύνους της σε ένα.

Την πονηριά της όμως αυτή, την πληρώνει κάποτε πολύ ακριβά. Αν πέσει σε παγίδα, πέφτει και με τα τέσσερα. Από εδώ βγήκε και η παροιμία “Η πονηρή αλεπού πιάνεται και από τα τέσσερα”.

Η αλεπού μυρίζεται την παγίδα όσο κανένα απ΄τα αγρίμια. Χώμα νεοσκαμμένο, πατημένο από άνθρωπο, σκεπασμένο με κλαδιά, είναι ύποπτα σημάδια. Οι χωρικοί ξέρουν πολύ καλά τη φιλυποψία της, ώστε εξαιρετικά γι’ αυτήν μεταχειρίζονται πάντοντε παλιά παγίδα. Αν είναι καινούργια, την υποπτεύεται κι από τη μυρωδιά του σίδερου ακόμα.

Οι βοσκοί εκμεταλλεύονται τη μεγάλη πονηριά της με τούτον τον τρόπο: Στερεώνουν ένα κομματάκι πανί δίπλα στην καλύβα των αρνιών κι αυτό είναι αρκετό να την κάνει να νοιαστεί πως κάτι της μαγειρεύουν. Παρόμοια σχεδόν φοβίζουν οι γεωργοί την κίσσα. Δένουν μια κλωστή γύρω στα χωράφια. Το παμπόνηρο πουλί υποπτεύεται παγίδα και δε ξαναζυγώνει πια στο χωράφι.

Άμα θέλει να κλέψει κανένα αρνί παίρνει από πίσω τον τσομπάνη, τον ακολουθεί ως τη στάνη και τον παραμονεύει ώσπου να κοιμηθεί. Αν συναντήσει κοπάδι αρνιών στο δρόμο, ξεκόβει, ενώ κάνει πως δε μπορεί να το πιάσει. Το κυνηγάει από εδώ, το κυνηγάει από εκεί, ώσπου να του δώσει δρόμο προς το λόγγο. Κι εκεί το συγυρίζει με όλη της την ευκολία.

Ποτέ δε κάνει αδικαιολόγητη ζημιά. Κάθε κότα που πιάνει, τη μεταφέρει στη φωλιά της κι έπειτα γυρίζει να πνίξει άλλη. αν τύχει και την υποπτευθούν κι έχει καιρό φεύγει, αλλιώς γυρίζει τα μάτια της προς το βάθος του κοτετσιού. Γιατί ξέρει ότι η λάμψη των ματιών της, μπορεί να την προδώσει.

Αν οι κότες είναι σκαρφαλωμένες επάνω σε δένδρο, κάθεται από κάτω και τους ρίχνει ματιές. Οι χωρικοί λένε πως έχει μαγνήτη στα μάτια της.

Όταν κυνηγιέται από σκυλί, την ουρά της την έχει διπλωμένη. Αν το σκυλί τη ζυγώσει πολύ, την πετάει δεξιά ή αριστερά. Το σκυλί στρέφει ανάλογα, γιατί νομίζει ότι πήρε διεύθυνση προς τα εκεί. Μα η αλεπού έκαμε αντίθετη στροφή. Όσο να γυρίσει και να πάρει το σκυλί κανονική διεύθυνση, αυτή έχει κιόλας κερδίσει 10-15 βήματα. Κι έχει ο Θεός αργότερα!

Μερικοί την παρασταίνουν σαν άεργη και τεμπέλα. Σε κάποιο μάλιστα τραγούδι, όπου αραδιάζονται τα μεγάλα παράξενα του κόσμου, υπάρχει και τούτος ο στίχος:

…ποιός είδε και το λαγό με ταμπουρά την αλεπού με ρόκα…

Λένε ακόμη ότι ούτε τη φωλιά της δε φτιάχνει μόνη της. Όταν ο ασβός σκάψει τη δική του φωλιά, πηγαίνει η αλεπού και του την παίρνει με τούτον τον τρόπο: Πηγαίνει και λερώνει τη φωλιά του, επειδή ξέρει ότι ο ασβός είναι το καθαρότερο αγρίμι. Ο ασβός λοιπόν, παρατάει τη φωλιά του και την πιάνει αυτή, αφού προηγουμένως την τελειοποιήσει. Ανοίγει δηλαδή πολλές τρύπες, κάποτε εώς 20, ώστε να μην κινδυνεύει να αποκλειστεί. Κάθε έξοδος τελειώνει σε τουφωτά μέρη, ώστε να μη φαίνεται.

Ωστόσο κανείς δεν είπε ποτέ ότι τη ς λείπει επιμέλεια και σοφία από την ανατροφή των παιδιών της. Είναι ο εισηγητής της υποδειγματικής διδασκαλίας. Πηγαίνει στη φωλιά της ποντίκια ζωντανά, κότες, λαγούς, ακρίδες και εξασκεί τα παιδιά της μήνες ολόκληρους πως παραμονεύουν το θήραμα, πως το σκοτώνουν, πως το μεταφέρουν.

Άμα τελειώσει η σχολική διδασκαλία, αρχίζει το επιτόπιο μάθημα με εκδρομές στα κοτέτσια, στις σ τάνες, στα περιβόλια, όπου δείχνει στ’ αλεπόπουλα πως να περνούν τα μονοπάτια, πως ν’ αποφεύγουν τα ύποπτα μέρη και πως να πιάνουν το λαγό, πως να παραμονεύουν τον αμπελουργό, πως να ξεγελούν τον τσομπάνη.

Ο μύθος που θα σας διηγηθώ παρα κάτω, είναι πιστοποιητικό της παιδαγωγικής ευσυνειδησίας.

Μια αλεπού καθόταν κάποτε κι αναπαυόταν σ’ ένα βουνό.

– Τι κάνουμε εδώ μάνα; τη ρωτούσαν τα παιδιά της

– Ζεσταινόμαστε, παιδιά μου, τους είπ ε.

– Μα που είναι η φωτιά;

– Στ’ αποπέρα βουνό. Δεν τη βλέπετε;

Τότε ένα αλεπόπουλο πήδησε και φώναξε: Νερό μάνα, νερό μάνα, νερό μάνα, νερό και μ’ έκαψε μια σπίθα από τη φωτιά!

– Α μπράβο παιδί μου, εσύ ξεσκόλισες. Παίρνεις απολυτήριο. Άϊντε τώρα στη δουλειά σου, του είπε η αλεπού.

Το καλοκαίρι η αλεπού σχεδόν ξεμωραίνεται τελείως. Τόσο πολύ τα χάνει, ώστε μπαίνει κάποτε άφοβα στα χωριά.

Ευτυχώς γι’ αυτήν, το δέρματης δεν έχε καμιά αξία, γιατί είναι πια μαδημένο.

Της ελληνικής αλεπούς το δέρμα δεν είναι από τα εκλεκτότερα. Ωστόσο έχει τόσο πλήθος αλεπούδες η Ελλάδα, ώστε μαζί με τη βίδρα και το κουνάβι, που σε μερικές επαρχίες είναι πολύ εκλεκτό, υπολογίζεται αρκετά στο παγκόσμιο γουνεμπόριο. Δε θα ήταν ευκαταφρόνητο εισόδημα αν γινόταν επιστημονική καλλιέργεια αυτού του πλούτου, με βελτίωση της ράτσας.

Οι χωρικοί δε λησμονούν εύκολα την καταστροφή, που κάνει στα κοτέτσια τους. Είτε χειμώνα, είτε καλοκαίρι την πιάσουν, την τιμωρούν πολύ σκληρά. τη γδέρνουν ζωντανή. Αυτή αντέχει στο μαρτύριο αυτό και μάλιστα ζει πολλές ώρες μετά το γδάρσιμο.

Ο ελληνικός λαός τη θέλει πολύ εύθυμη, ώστε έχει φτιάξει φαιδρούς μύθους ακόμη και πάνω στα βασανιστήρια της.

Κάποτε, λένε πως ρώτησαν μια αλεπού εκεί που την έγδερναν ζωντανή:

– Ε! πως τα περνάς;

– Κακά και ψυχρά. Αλλά δόξα να ‘χει ο Θεός, βασανίζομαι λιγότερο από το σώγαμπρο.

Μια φορά πάλι έπεσε στον Ασπροπόταμο. Άμα είδε τις όχθες του, που ήταν δεξιά και αριστερά απότομοι σα μαχαίρια, ώστε ήταν μάταιο να προσπαθήσει να βγει από το ποτάμι, στρογγυλοκάθησε στα νερά και είπε:

– Ξέρω πως στη θάλασσα θα τελειώσω, αλλά βαριέμαι τα κλωθογυρίσματα του ποταμού.

Στην Ακαρνανία βρήκαν τούτη τη μέθοδο για να την πιάνουν. Κόβουν ένα νεροκολόκυθο επάνω-επάνω, τόσο ώστε να μπορεί να περάσει μέσα το κεφάλι της. Στο βάθος του νεροκολόκυθου βάζουν λίπος χοιρινό. Η αλεπού το μυρίζεται και βυθίζει τη μούρη της μέσα κι άμα φτάσει στον πάτο, τ’ αυτία της, που στριμώχθηκαν, για να περάσει μέσα το κεφάλι της, ανοίγουν και μένει με το νεροκολόκυθο στο πρόσωπο, σα να φορά προσωπίδα…

[Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου – Στέφανου Γρανίτσα]


Μερικά στοιχεία για την αλεπού:

Μέγεθος 60 – 90cm μήκος, αλλά μπορεί να φτάσουν το 1.5m. Η αρσενική Αλεπού ζυγίζει κατά μέσο όρο περίπου10kg και η θηλυκή Αλεπού 8kg. Το χρώμα της γούνας της Αλεπούς ποικίλει και μπορεί να κυμανθεί από κιτρινο-πορτοκαλί, μέχρι κόκκινο και μαύρο. Τα πιο κοινά χαρακτηριστικά της Αλεπούς είναι η λευκή γούνα στο σαγόνι, στο στήθος και στο τελείωμα της ουράς. Η κύηση της Αλεπούς διαρκεί περίπου οκτώ εβδομάδες. Τα νεογνά μπορεί να είναι από ένα έως δέκα. Τα μικρά αφήνουν τη μητέρα τους όταν γίνουν από 6 έως 8 μηνών. Παρότι η Αλεπού μπορεί να ζήσει παραπάνω από 10 χρόνια, στη άγρια φύση η ζωή τους είναι μικρή και πιθανόν να φτάσει μόνο ένα με δύο χρόνια. Είναι νυκτόβιο ζώο αλλά περιστασιακά περιπλανιέται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η διατροφή της ποικίλει – ενώ είναι παμφάγο και τρώει κοτόπουλα, αρουραίους, ποντίκια κλπ, της αρέσει να τρώει μούρα, φρούτα, λαχανικά και δημητριακά. Είναι γεγονός ότι η Αλεπού, τρώει τα ίδια όπως ο άνθρωπος γι αυτό περιεργάζεται σκουπιδοτενεκέδες

Read Full Post »

oxya

του Σεραφείμ Κ. Τσίτσα

Οξύην την ονομάζει ο Θεόφραστος, φυγόν ο βοτανικός Λιναίος και μητέρα του δάσους αποκαλούν την οξυά οι δασικοί.

Είναι η πιο ακατάδεκτη κ’ η πιο ακριβοθώρητη μαρκησία του ελληνικού λόγγου. Ζει αποτραβηγμένη στις πιο απρόσιτες και ψηλές βουνοκορφές μας-από 1.200 μ. κι απάνω-και γι’ αυτό πολύ λίγοι έχουν κάνει τη γνωριμία της. Κοντά σε κατωκημένους τόπους και δημοσιές ποτέ δεν ξαγνάντησε η οξυά. Οι λίγοι θαυμαστές της ανήκουν στους ακούραστους ορειβάτες που κάνουν μεγάλες ανηφορικές πορείες, σαν τους ρομαντικούς ιππότες του παλιού καιρού, για ν’ απολάψουν το πανώριο ειδυλλιακό της προσκύνημα.

Ψυχρόβιο φυλλοβόλο δέντρο, σχηματίζει δάση κάπου 2.000.000 στρέμματα  σ’ όλη τη χώρα μας.

Τα πιο μεγάλα και πολλά δάση σχηματίζει ο οξυά στη Μακεδονία, και μάλιστα στις ψηλές βουνοπλαγιές του Βερμίου, του Ολύμπου, στα Πιέρια, το Μπέλες και τον Όρβυλο. Από κει συνεχίζεται στη δυτική Θράκη, στα ψηλά βουνά της Ροδόπης. Τα ¾ των δασών της βρίσκονται (1.500.000 στρ.) στα παραπάνω μακεδονικά και θρακικά βουνά. Η υπόλοιπη έκταση (500.000 στρ.) ξαπλώνεται στη λοιπή Ελλάδα μέχρι τη Φθιώτιδα. Πιο κάτω, νοτιότερα από την Φθιώτιδα, δεν κατεβαίνει η οξυά.

oxya2

Γιατί δεν κατεβαίνει, μας το λέει μια παράδοση χαριτωμένη που άκουσα στα μέρη αυτά της Ρούμελης. Ήτανε-λέει-κάποτε λυγερή γυναίκα η οξυά και ταξίδευε από τα βόρεια μ’ ένα συγγενή στενό της, τον έλατο, κατά τα νότια. Αφού πέρασαν χώρες και βουνά, έφτασαν ύστερα στον τόπο μας. Διάβηκαν την Ήπειρο με τα πανέμορφα βουνά της, το Σμόλικα, το ξακουστό Ζαγόρι και το Μέτσοβο, ροβόλησαν στα πλάγια του ξακουσμένου Πίνδου, στην Καράβα και τη Μαγγανιάρα κ’ ύστερα μπήκαν στ’ Άγραφα.

Η οξυά, περπατώντας στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου και των Αγράφων, κατακουράστηκε. Όταν έφτασε στο βουνό «Σαράνταινα» απέναντι από το Βελούχι, έριξε… άγκυρα. «Ως εδώ και μη παρέκει…», λέει κατάκοπη στο σύντροφό της. Ο έλατος έβαλε όλα τα δυνατά του να την πείσει να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Και τι πλάνα λόγια δεν της είπε και τι καλούδια δεν έταξε! «Θα σκαρφαλώσουμε στο γέρο Παρνασσό-τον αφαλό της γης-στη Γκιώνα, τον Ελικώνα και τον Κιθαιρώνα, όπου μας καρτερούν τόσες ιερές σκιές από θεούς και ξωτικές παρθένες. Θα ζυγώσουμε στην Αθήνα για ν’ αγναντέψουμε τις ομορφιές της, θα διαβούμε διάσελα και κορφοβούνια ως το Μοριά και θα βιγλίσουμε χώρες και πολιτείες: Τα Σάλωνα και τη Λιβαδιά, την Κόρινθο και τ’ Ανάπλι, την Καλαμάτα και την Τριπολιτσά…». Άδικα όμως παρακαλούσε ο φίλος της. Ούτε ένα βήμα δεν έκανε πιο πέρα. Έμπηξε τα πόδια της και ρίζωσε για πάντα στον τόπο αυτό η οξυά, ενώ ο έλατος, ακούραστος πεζοπόρος συνέχισε μονάχος του το χαρούμενο ταξίδι του και ξάπλωσε τα ρουμάνια του ως τον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο.

oxya3

Στα τέσσερα ακριβώς σύνορα Φθιώτιδας, Ευρυτανίας, Δωρίδας και Κραβάρων βρίσκεται το βουνό Σαράνταινα κ’ έχει υψόμετρο 1.925 μ. Γραμμένη Οξυά λέγεται η πλαγιά της, που θρονιάστηκε η οξυά και σκαρφαλώνει σχεδόν ως την κορυφή του σε έκταση 8.000 στρέμματα.

Κοντά στην κορυφογραμμή αναπτύσσεται σε μορφή χαμοκλαριού κ’ οι ντόπιοι την λένε κοντοξυά. Σύμφωνα με τοπική πάλι παράδοση, στους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς τα δασικά ρουμάνια της οξυάς ήσαν λημέρια μόνιμα της κλεφτουριάς. Ο Αλή πασάς έφερε τότε υλοτόμους για να την εξοντώσουν (από τότε ένα ρέμα της λέγεται Αρβανίτης και μια γάργαρη βρύση της Γιουσούφ Αράπης). Μάταια όμως κόπιαζαν. Από τη μια μεριά έκοβαν κι από την άλλη ξαναφούντωνε. Τόσο εύρωστο και θραψερό ρουμάνι είναι.

Ανέβηκα ένα πρωί στην κορυφή της Σαράνταινας. Από κει αγνάντεψα την Αρτοτίνα κι όλη τη βουνόχτιστη χώρα των Κραβάρων. Μπροστά μου τα Βαρδούσια όρθωναν άγρια της κορφές τους με τα φοβερά λεπίδια τους. Τιτάνες, Γίγαντες και Εκατόγχειρες εμαρμάρωσαν πάνω στην πιο άγρια πάλη τους, ύστερ’ από τέτοια υπερκόσμια προσταγή…

Σκιόφιλο δέντρο η οξυά, όπως κι ο σύντροφος της έλατος, σχηματίζει πυκνές, σκοτεινές πολύξυλες συστάδες με στρογγυλούς υψηλούς κορμούς μέχρι 40 μέτρα ύψος. Τα άφθονα και πυκνά φύλλα της οξυάς σχηματίζουν κάθε χρόνο, με το χινοπωριάτικο φυλλορρόημα, παχύ βελούδινο στρώμα. Το ξερό αυτό φυλλόστρωμα σαπίζει με τον καιρό και φτιάχνει θρεπτικό φυτικό λίπασμα (φυτόχωμα). Μ’ αυτή την αυτόματη φυσική λίπανση πλουτίζεται το χώμα για την ανάπτυξη του δάσους. Γι’ αυτό ονόμασαν την οξυά μητέρα (προστάτιδα) του δάσους.

Το ξύλο της οξυάς είναι γεμάτο πρέκνες. Είναι οι καστανόχρωμες κατάπυκνες χρυσαλίδες του. Δεν έχει διάρκεια και αντοχή μεγάλη. Εύκολα προσβάλλεται και σαπίζει. Όχι τόσο κατάλληλο στην επιπλοποιία, γιατί επηρεάζεται πολύ από τις καιρικές μεταβολές, σκάζει, σκεβρώνει και στραβώνει. Γι’ αυτό συνήθως τη βάζουν σε ειδικούς φούρνους για αποξήρανση τεχνητή και τη σερβίρουν στο εμπόριο ως φουρνιστή οξυά, η οποία είναι πιο ελαφρή, στεγνή και σκούρα, αλλά και πιο ακριβή, φυσικά από την αφούρνιστη. Οι στρωτήρες της οξυάς, πριν χρησιμοποιηθούν, εμποτίζονται με αντισηπτικές ουσίες, όπως το κρεόζωτο (μέθοδος του Μολλ), ο διχλωριούχος υδράργυρος (μέθοδος του Κυάν), ο θειούχος χαλκός.

Στην κατώτερη επιπλοποιία, στη σαμαροποιία, στη βαρελοποιία, έχει επίσης πέραση η οξυά. Από την ίδια γίνονται κουπιά, σκελετοί για βάρκες, σουμιέδες, στεφάνια για κόσκινα κλπ. Μεγάλα ποσά ξυλείας οξυάς χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κόντρα-πλακέ. Κάποιο δημοτικό τραγούδι λέει:

Φτιάνει τ’ αλέτρι από οξυά και το ζυγό από δάφνη,

Φτιάνει και τη βουκέντρα του απ’ άγριο κυπαρίσσι…

Συνολικά η χώρα μας καταναλώνει κάθε χρόνο γύρω στα 40.000 κυβ. μ. οξυά. Μόλις το 1/3 του ποσού αυτού δίνει η δική μας φτωχική παραγωγή, η δε λοιπή ποσότητα έρχεται από το εξωτερικό, κυρίως τη Ρουμανία. Η καλύτερη οξυά-πάντως λιγοστή-εισάγεται από την Αυστρία, τη Βοσνία, Κροατία και Σλοβενία, μέσω Φιούμε και Τεργέστης.

Το ξύλο της οξυάς αλλού το κατεργάζονται χημικά και παράγουν από την κυτταρίνη του φυτικό μαλλί και μετάξι.

Να λοιπόν που παράγεται και ρουχισμός… οξύσιος. Η εγχώριά μας όμως ξυλοβιοτεχνία μόνο στα είδη υποδήσεως – όχι και ρουχισμού – έκανε πρόοδος. Τα αχρείαστα και ξορκισμένα τσόκαρα, που εξυπηρέτησαν σε ποικίλους μοντέρνους τύπους τις Ελληνίδες στη δύσκολη πολεμική περίοδο, γίνονται από οξύσιο ξύλο. Στα βλαχοχώρια του Μετσόβου-κυρίως στη Χρυσοβίτσα- γίνεται η μεγάλη παραγωγή.

Από το ξύλο της οξυάς φτιάνουν στο Μέτσοβο τα τυροβάλερα, σαμάρια φορτηγών ζώων, γεωργικά εργαλεία (καρπολόγια, δικούλια, φτυάρια, στυλιάρια κλπ.).

Από μια καλή μεσόκοπη οξυά, όγκου συνήθως δύο κυβικών μέτρων, γίνονται 1.000 ζευγάρια τσόκαρα ή 150 σαμάρια, ή 400 καρπολόγια ή 40 βαρέλια πενηντάρικα. Ένα κυβικό μέτρο ζυγίζει γύρω στις 600 οκάδες.

Η οξυά ανήκει στα δέντρα που, όπως λέει ο λαός πιστεύει, αποφεύγει ο κεραυνός. Σε μικτό δάσος από δρυς, λεύκες, οξυές που έχουν το ίδιο ύψος, παρατηρήθηκε ότι ποτέ δεν πέφτει στις τελευταίες κεραυνός. Σχετικά υπάρχει κι ένα γερμανικό λαϊκό τετράστιχο γνωμικό, παραφρασμένο ως εξής από τον αείμνηστο Λιακάκο (Δασική Ζωή αρθμ. 11-12, 1933):

Απ τα έλατα να φεύγεις

κι απ’ τις βελανιδιές μακριά,

μόνο στη οξυά από κάτω

βρίσκεσαι σε σιγουριά.

Για να εξακριβώσουν την αιτία, έγιναν επιστημονικές εργαστηριακές έρευνες, που απέδειξαν ότι το ξύλο της οξυάς παρουσιάζει αντίσταση στο ηλεκτρικό ρεύμα 6-8 φορές μεγαλύτερη από το ξύλο της δρυός, λεύκας και ιτιάς. Τόσο κακός αγωγός του ηλεκτρισμού είναι το ξύλο της οξυάς, ώστε μοιάζει από την άποψη αυτή με τους γνωστούς πορσελάνινους μονωτήρες. Η διαφορά δε αυτή της ηλεκτρικής αγωγιμότητος οφείλεται στα λιπαρά δυσηλεκτραγωγά έλαια, τα οποία αφθονούν στα κύτταρα του ξύλου της οξυάς.

Στους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς μαζί με τον υπόδουλο ελληνισμό θρηνούσαν και τα δάση:

Ακούς το θρήνο τον πολύ, όπου βογκούν τα δάση,

και το δαρμό που γίνεται, τα μαύρα μοιρολόγια;…

Κι άλλο:

Λιάκο σε κλαίνε τ’ Άγραφα, οι βρύσες και τα δέντρα,

σε κλαίε3ι ο δόλιος ψυχογιός, σε κλαιν τα παλληκάρια…

Τα δέντρα όμως (δηλαδή οι δρυς) και οι οξυές ήσαν τα αγαπητότερα στην κλεφτουριά κι αυτά έκλαιγαν πιο πολύ το χαμό των παλληκαριών:

Ακούω τα δέντρα να βογγούν και τις οξυές να τρίζουν

και τα λημέρια των κλεφτών να βαριαναστενάζουν.

«Τι έχετε, οξυές, και χλίβεστε, λημέρια, και βογγάτε;»

Κ’ εκείνα μ’ αποκρίθηκαν πικρά, φαρμακωμένα:

«Εχάσαμε την κλεφτουριά και τον λεβέντη Κώστα» (1)

Την άνθηση τέλος του γαύρου και της οξυάς προσμένουν κ’ οι βλάχοι κ’ οι Σαρακατσαναίοι, για τις ορεινές βοσκές:

«Εσείς βουνά, ψηλά βουνά, Καράβα και Γκαβέλου,

τους Βλάχους τι τους κάνατε, τους Σαρακατσαναίους;»

«Τους στείλαμε στα χειμαδιά, πάνε να ξεχειμάσουν.

Και καρτερούν την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,

ν ανοίξει ο γαύρος κ’ η οξυά, να βγάλει η γης χορτάρι.»

oxya4

(1) Πρόκειται για τον κλέφτη των Αγράφων Κώστα Καφρίτσα, που έδρασε στις αρχές του 19ου αιώνα.

Read Full Post »