Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

του Θανάση Τσαρού

Λέμε για ένα καυγά με τον ίδιο το Γέρο του Μωριά, πάνοπλο, όπως ήταν στα χαρακώματα της Τριπολιτσάς. Τον Κολοκοτρώνη, που φορούσε μια περικεφαλαία που θα τη ζήλευε και το Εθνικό Μουσείο για την πρωτοτυπία της.

Είναι ένας καυγάς μέσα στους τόσους άλλους της διαμάχης των Μωραϊτών με τους Ρουμελιώτες, κι αν δεν μπαίνανε στη μέση οι άλλοι ήρωες μπορούσε και να πάρει εθνικές διαστάσεις.

Να πως έγινα τα πράγματα, γιατί δεν τα γράψε ακόμα η ιστορία.

Ήταν τα χρόνια που δάσκαλος στο χωριό ήταν ο αείμνηστος Θεοφάνης Γαρδίκης. Ο δάσκαλος που μας έμαθε, τουλάχιστον εμένα και μερικούς άλλους που ξέρω, όσα αργότερα μας χρειάστηκαν στη ζωή μας, γιατί τα άλλα, όσα υποτίθεται πως μάθαμε από τον καιρό που φύγαμε από τα χέρια του, δύσκολα μπορούν να  δικαιολογήσουν τα σακούλια με το ψωμί που μας κουβαλούσανε στη Σπερχειάδα, για να παίζουμε «στριφτό» και το «φίτσο» στην αυλή του Αι Νικόλα.

Τον θυμόμαστε το δάσκαλο, με τα μαύρα, δετά ψηλά μποτίνια του, το στενό, «τζογέ» παντελόνι, το γιλέκο και πάντα κρεμασμένο με καδένα το ρολόι του, και με κείνο το μαύρο το παλτό που η εξαιρετική του ποιότητα νικούσε το χρόνο, που έπαιρνε με τον καιρό μια πρασινωπή απόχρωση, ύστερα κίτρινη, και πάλι με τον καιρό γινότανε μαύρο, και πάντα ήταν καινούργιο.

Ο δάσκαλος ήταν τύπος! Θυμόσοφος, έξοχα δεικτικός σε αταίριαστες εκδηλώσεις και σε δυσκολίες ατάραχος. Όταν οι Γερμανοί καίγανε το χωριό και με τους άλλους χωριανούς έφευγε στα βουνά, όχι μόνο δεν έχανε το κέφι του, μα σκάρωνε και ποιήματα που τα τραγουδούσε στο σκοπό της εποχής:

«…στου Μαγουλά την καλύβα

βράζουμε λίγη φακή

και κάθε ώρα ρωτάμε

που είναι οι Γερμανοί…»

Ήταν μυαλό φωτισμένο. Είχε εφοδιάσει το σχολείο με μια σειρά όργανα, και μας μάθαινε τι είναι η ατμοσφαιρική πίεση, την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, και με κείνη τη ιστορική κορδέλα, αφού πρώτα μας έβαζε και καθαρίζαμε τα τριφύλλια του από τις πέτρες, μετρούσαμε ύστερα το εμβαδόν τους με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ αυτή που μετράνε σήμερα οι μεσίτες τα οικόπεδα στην Αττική. Στη δουλειά του ήταν καινοτόμος. Και κοντάρια από την Οξυά μας έφερνε για να κάνουμε μ’ αυτά γυμναστική.

Όμως ήταν αναπόφευκτο!

Αμετακίνητος από το χωριό για χρόνια, χάρη στην προστασία ισχυρού πολιτικού του φίλου, η ζωή κατάντησε ρουτίνα. Τα ίδια πειράματα στο σχολείο. Το ίδιο εμβαδόν στα τριφύλλια. Μονοτονία που την έσπαζε, σπάζοντας δεμάτια κρανίσιες βέργες στις παλάμες μας – κατά την τότε αντίληψη της παιδαγωγικής – και κατεβάζοντας βουνά από «κάσα» στην πρέφα στο καφενείο του χωριού. Και κάθε χρονιά, στις 25 του Μάρτη, το ίδιο πάντα ποίημα στο «μάρμαρο» μπροστά στην εκκλησία, που ήταν γραμμένα τα ονόματα των πεσόντων στους πολέμους για την πατρίδα. Ένα φτωχό στεφάνι για τους πεσόντες, και παρακαλούσε να μην βρέξει ποτέ το σύννεφο κι ο άνεμος σκληρός να μην σκορπίσει το χώμα που σκεπάζει τους νεκρούς. Το ποίημα το είχε γραμμένο σε μια κόλλα χαρτί, και το φύλαγε διπλωμένο στο πορτοφόλι του. Το χαρτί από τα χρόνια είχε κιτρινίσει, στις δίπλες του είχε κοπεί και οι χωριανοί το είχαν μάθει απ’ έξω. Ο μακαρίτης ο Θεοφάνης Ραχούτης, λασποχιονοκόβοντας, μπροστά στην εκκλησία και περιμένοντας να αρχίσει η γιορτή, δεν κρατιότανε κι έλεγε:

– Άϊντε δάσκαλε. Πες να μη βρέξ το σύννεφο να πάμε για τον μπακαλιάρο. (Επειδή εκείνη τη μέρα γίνεται εξαίρεση από τη Σαρακοστή και τρώμε μπακαλιάρο.)

……

Κι έτσι κυλούσε η ζωή. Μα ξάφνου μια χρονιά, το σύννεφο βρέχει μαύρα ψηφοδέλτια στην κάλπη του πολιτικού φίλου του δασκάλου, και τον ίδιον ο σκληρός άνεμος μιας μετάθεσης τον αρπάζει απ’ τη γαλήνη του χωριού για να τον ρίξει στην τρικυμία μιας – δεν θυμάμαι – μακρινής πολιτείας.

Μα αυτό δεν κράτησε πολύ, μόνο έναν χρόνο. Κι ο δάσκαλος ξαναγύρισε. Μα αλλιώτικος. Πάνε τα ψηλά μποτίνια. Τώρα φοράει αδιάβροχα σκαρπίνια. Αντί για στενό, χωρίς ρεβέρ παντελόνι, τώρα τσάρλεστον, είκοσι οκτώ πόντους φαρδύ το ρεβέρ του. Κι εκείνο το μαύρο παλτό, το είχε αντικαταστήσει  μια μπεζ καμπαρτίνα, με μια παλάμη ζώνη στη μέση. Πάει και το ποίημα, που κάθε χρόνο έλεγε στις 25 του Μάρτη και το είχαν βαρεθεί και οι νεκροί. Τώρα την γιορτή θα την κάναμε όπως και στις πολιτείες. Θα στεφανώναμε αγάλματα κι όχι μια πλάκα μάρμαρο.

Για την περίσταση, εκείνη τη χρονιά διαλέχτηκε ένα είδος θεατρικού έργου, όπου τέσσερις ηθοποιοί θα συντάσσονταν με απαγγελίες πάνω στην εξέδρα και θα στεφάνωναν ήρωες.

Για ηθοποιούς δεν υπήρχε πρόβλημα γιατί είμασταν ταλέντα από τότε. Η δυσκολία ήταν στα αγάλματα, γιατί το χωριό μας, από τότε, δεν είχε αγάλματα ηρώων. Που λοιπόν να βρούμε αγάλματα; Κάναμε πολλές σκέψεις. Σκεφτήκαμε να βάλουμε και ζωγραφιές ηρώων, μα μια δοκιμή, που την ακολούθησε μια βροχή, παρουσίασε τους ήρωες να κλαίνε για όλα τα βάσανα της φυλής μας.

Έξυνε το κεφάλι του ο δάσκαλος και δεν θυμάμαι αν αυτός ή κάποιος, άλλος από μας τα ξεφτέρια, ξεφούρνισε την ιδέα.

– Αφού δεν έχουμε αληθινά αγάλματα, να βάλουμε ζωντανά!

– Μάλιστα, συμφωνήσαμε όλοι.

– Έλα δω εσύ, Μαλκογιάννη, λέει ο δάσκαλος στον Κώστα της Σπυριδούλας. Εσύ θα είσαι… ο Κολοκοτρώνης.

Κάτι πήγε να πει ο Κώστας, μα οι διαστάσει του κεφαλιού του, έκαναν μάταιη κάθε αντίρρηση πως δεν κάνει για Κολοκοτρώνης.

– Έλα δω εσύ Νικολοδήμο, λέει στο Μητράκο της Κωστάντως. Εσύ θα είσαι ο Ανδρούτσος. (Ο Μητράκος από τότε είχε βλέμμα βλοσυρό).

– Εσύ Φλέγγα, λέει στο Βασίλη της Γιάννενας, θα είσαι ο Καραϊσκάκης. Κοντός κι αδύνατος τότε ο Βασίλης, ταίριαζε να είναι ο στρατάρχης της Ρούμελης.

Τέλος κάποιον χειροτόνησε Διάκο, κι έτοιμα τα αγάλματα.

Ναυτικούς δεν είχαμε. Και με τις φορεσιές των ηρώων δεν δυσκολευτήκαμε πολύ. Εκείνο τον καιρό, το χωριό ακόμα ακολουθούσε τη μόδα του 1821. Μόνο ο Κολοκοτρώνης μας δυσκόλεψε. Αυτός ο ευλογημένος έκανε και σε ξένους στρατούς και εκεί δεν φορούσαν φέσι, αλλά περικεφαλαία. Που να βρούμε περικεφαλαία; Πολλές λύσεις προτάθηκαν, μα στο τέλος καταλήξαμε στο χαρτόνι.

Φτιάξαμε μια γαβάθα ζυμαρόκολλα και βαλθήκαμε να κολλάμε χαρτόνια, ώσπου στο τέλος φτιάξαμε ένα πράγμα, που όταν το φόρεσε στο κεφάλι του ο Κολοκοτρώνης καταλάβαμε από που βγήκε αυτό που λέμε «χάλια Κολοκοτρωνέικα».

……

Ήρθε η μέρα της γιορτής. Ντυμένοι την εθνική μας φορεσιά, πήγαμε στη δοξολογία. Προς το τέλος της λειτουργίας, βγήκαμε έξω, πήραμε θέσεις στην εξέδρα και στήσαμε τα αγάλματα. Τα στήσαμε πραγματικά, γιατί είχαν εντολή να μην κάνουν την παραμικρή κίνηση, να μην παίζουν ούτε το μάτι. Κι ήταν δύσκολη δουλειά, γιατί ήταν κι ο κόσμος από κάτω και ρωτούσε:

– Τι παριστάνεται αυτού, εσείς ορέ λεβέντες;

– Τους Κολοκοτρωναίους, απαντούσαμε εμείς οι άλλοι, για λογαριασμό των «αγαλμάτων», που φούσκωναν τα μάγουλά τους σε σημείο να σκάσουν. Κι αποδείχτηκαν πραγματικοί ήρωες αφού κράτησαν τα γέλια τους.

Αρχίζει λοιπόν η γιορτή. Μιλάει ο πρώτος, για τη γιορτή, που τέτοια στον κόσμο δεν είναι άλλη, για τη χαρά που χαίρεται η Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη. Κι όταν τελείωσε, γυρίζει σε μένα, όλος απορία και ρωτάει:

– Και κείνοι που την λευτεριά μας έδωσαν ποιοι είναι;

Τι να του πει κανένας; Λες και είχε στραβωμάρα.

– Να, λέω εγώ με βροντερή φωνή. Είναι αυτοί που στέκονται εκεί και μας κοιτάνε και του δείχνω τον Κώστα, τον Βασίλη και τους άλλους. Κι αφού είπα τα λόγια του ρόλου μου, ζητάω στεφάνια αμάραντα να τους στεφανώσω.

Πρώτα έψαλα τον το Διάκο και του φόρεσα στο κεφάλι τη χλωρασιά. Ύστερα γυρίζω στον Κολοκοτρώνη και τον ρωτάω:

– Και συ Κολοκοτρώνη μου που σε λαλούν τ’ αηδόνια, μη θες παράσημα πολλά, σιρίτια και γαλόνια;

Για να πούμε την αλήθεια ο Κολοκοτρώνης θα ήθελε και σιρίτια και γαλόνια και Βουλευτικό και Εκτελεστικό, μα εκεί δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Εγώ είπα όσα είχα να πω και παίρνω το στεφάνι να στεφανώσω την περικεφαλαία. Κι εδώ έγινε το κακό. Καθώς προσπαθούσα να φτάσω το λοφίο, πατάω τα πόδια του Κολοκοτρώνη.

Φορούσα για την περίσταση τα τσαρούχια του μπάρμπα-Νίκου του Σκαρμούτσου, που στις σόλες του είχαν τόσα αλογόκαρφα που ‘φτάναν να καλιγώσεις μια ίλη ιππικού. Επειδή δεν είχαμε πολλά τσαρούχια να φορέσουν όλοι, αποφασίστηκε, μια και οι ήρωες τα κρύβανε τα πόδια τους πίσω απ’ την εξέδρα, να φοράνε τα καθημερινά τους. Έτσι πάνω απ’ τα σχεδόν ξυπόλητα πόδια του Κολοκοτρώνη πέρασε ο οδοστρωτήρας των τσαρουχιών του μπάρμπα-Νίκου Σκαρμούτσου και τον έκαναν ν’ αναπηδήσει, σα να του είπαν πως ο Μπραΐμης πάτησε τα λημέρια του.

– Με ξενύχιασες βλάκα, μου λέει.

Τι; Βλάκας εγώ; Σε τέτοια ώρα και σε τέτοιο τόπο; Αυτό δεν το σήκωνα. Σκέφτηκα για μια στιγμή να τραβήξω το σπαθί, μα αυτό πενήντα χρόνια που βρίσκονταν στα χατήλια του σπιτιού, δεν βγήκε ποτέ από τη θήκη του, γι’ αυτό λέω στον Κολοκοτρώνη:

– Βλάκας είσαι με περικεφαλαία!

Αυτό ήταν. Ο Κολοκοτρώνης έγινε… Τούρκος. Και πως ήρθαμε στα χέρια, κανένας δεν κατάλαβε. Και τι θα γίνονταν, αν δεν μπαίναν στη μέση οι άλλοι ήρωες, κι αν από τη πρώτη στιγμή δεν υποχρεωθήκαμε, τα χέρια μας να τα χρησιμοποιήσουμε για να κρατάμε τις φουστανέλες γιατί κοπήκανε οι ιμάντες που τις κρατούσαν. Φυσικά η γιορτή σχόλασε. Ο κόσμος δεν πολυκατάλαβε τι έγινε και σκόρπισε, να πάει στα σπίτια του, που τους περίμενε ο μπακαλιάρος.

Κι εμείς, μπροστά οι ήρωες, με τα στεφάνια στα κεφάλια και τις φουστανέλες στα χέρια, πήγαμε στο σχολείο. Εκεί όπως ήταν επόμενο, η γιορτή είχε οδυνηρή συνέχεια. Μα γι’ αυτό δεν λέμε τίποτα. Λέμε μόνο πως από τότε δεν στεφανώσαμε αγάλματά στην Εθνική γιορτή.

«ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» Απρίλιος 1975, τεύχ.: 3, Σελ. 13

21Ο Γιώργος Σκούρας (Νεχωρίτης) ένας σεμνός ερευνητής της Φθιωτικής ιστορίας, ύστερα από πολύμηνη, επίμοχθη και κοπιαστική έρευνα στα αρχεία αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης, έφερε στο φως νέα στοιχεία για τους αγωνιστές της λευτεριάς του 1821 στην Φθιώτιδα. Στον πρόλογο ενός καταλόγου Φθιωτών αγωνιστών γράφει: «Στην αναδίφηση που έκαμα στους φακέλους του αρχείου, βρήκα γύρω στα 900 ονόματα αγωνιστών που κατάγονται από την Φθιώτιδα. Τα ονόματα αυτά για πρώτη φορά έρχονται στη δημοσιότητα, εκτός από ελάχιστα (περίπου 60) που αναφέρονται στα βιβλία των: Κ. Αβραάμ «Ρουμελιώτες Αγωνιστές» και του Δ. Νάτσιου «Φθιώται Αγωνισταί».

Στους φακέλους του αρχείου βρίσκονται με αλφαβητική σειρά. Εδώ τα ξεχωρίζω κατά χωριά για να μπορούν όσοι ενδιαφέρονται για την ιστορία του χωριού τους να βρουν εύκολα στοιχεία. Μερικά ονόματα θα τα συναντήσει ο αναγνώστης σε δυο χωριά. Αυτό συμβαίνει, γιατί στο ένα χωριό γεννήθηκε και στο άλλο κατοικούσε. Ακόμα αναφέρονται αγωνιστές που κατάγονται από άλλες περιφέρειες, κατοικούσαν όμως στην Φθιώτιδα. Ορισμένες τέτοιες λεπτομέρειες δεν μπόρεσα να τις ξεκαθαρίσω. Στο σημείο αυτό δέχομαι κάθε υπόδειξη ή διευκρίνηση από όσους μπορούν να ξέρουν καλύτερα. Εγώ τα γράφω σύμφωνα με όσα βρήκα στο Αρχείο. Στο Αρχείο, τα χωριά αναφέρονται με το παλιό τους όνομα. Γι’ αυτό μαζί με τη σημερινή τους ονομασία θα βρίσκεται και το αντίστοιχο παλιό όνομα…»

Γαρδικιώτες Αγωνιστές

  1. Αμπλιανίτης Ν. Παναγιώτης
  2. Αναστασόπουλος Καραγιώργος
  3. Βλαχάκης Αθανάσιος
  4. Γαλανός Γεώργιος
  5. Γαρδίκης Γιαννάκη Αθανάσιος
  6. Γαρδίκης Γιαννάκη Γρηγόριος
  7. Γαρδίκης Γιαννάκη Νικόλαος
  8. Γαρδίκης ή Φλέγκας Αθανάσιος
  9. Γαρδίκης Ιωάννης
  10. Γαρδίκης Κ. Νικόλαος
  11. Γαρδίκης Κ. Παναγιόδωρος
  12. Γεωργάκης Δημήτριος
  13. Δασκαλόπουλος Κ. Δημήτριος
  14. Ιωάννου Γεώργιος ή Μπακογιώργος (από Καμπία)
  15. Κορέλης Αθανασίου Ηλίας
  16. Κορελονίκος Κ. Γεώργιος
  17. Κορελονίκος Κ. Νικόλαος
  18. Κούκος Κωνσταντίνος
  19. Κώστα Σπύρος (από Ρούστιανη)
  20. Μαγουλάς Ιωάννης
  21. Μαλούκος Δήμος
  22. Μπεράτης Παναγιώτης
  23. Παλιούρας Ιωάννης
  24. Πρωτοπαπάς Χαρίλαος
  25. Ραχούτης Κώστας
  26. Ραχούτης Τριαντάφυλλος
  27. Σακελλαρίου Καραμήτρος
  28. Σακελλαρόπουλος Γρηγόριος
  29. Σκαρμούτσος Κώστας
  30. Σκαρμούτσος Τριαντάφυλλου Χαράλαμπος
  31. Στάικος Ιωαννης
  32. Τσάμης Νικολάου Κωνσταντίνος (από Τσαμουργιά Ηπέιρου)
  33. Φουρναρης Μπακογιάννης Ιωάννης

Κυριακοχωρίτες Αγωνιστές

  1. Παπαδήμας Αναγνώστης
  2. Σκαρλάτος Φώτιος
  3. Τσιμπάνος Κωνσταντίνος

Σταγιώτες Αγωνιστές

  1. Θανασούρας Γεώργιος
  2. Θανασούρας Ιωάννης
  3. Ρήγας ή Μακρής Χρήστος
  4. Σιούτας Ιωάννης

 

Πουγκακιώτες Αγωνιστές

  1. Αναγνωστόπουλος ή Αναγνώστου Κωνσταντίνος
  2. Αναγνωστόπουλος ή Αναγνώστου Γεώργιος
  3. Αναγνώστου Γιαννακός
  4. Βλάχος Γεώργιος
  5. Γκούμας Κωνσταντίνος
  6. Ζέρβας Νικόλαος
  7. Ιωάννου Βασίλειος
  8. Ιωάννου Ζάχος
  9. Κοκλάρας Αθανάσιος
  10. Κούκιος Κωστούλας
  11. Κούκιος Μήτσος
  12. Κραββαρίδης ή Αργυρόπουλος Γεώργιος
  13. Μαυρίκας Κωνσταντίνος
  14. Μπαρδάκας Αθανάσιος
  15. Μπούρας Βασίλειος
  16. Μπούρας Ζάχος
  17. Μπούρας Κωνσταντίνος
  18. Μυλωνάς Ιωάννης
  19. Ντερνίκας Κ. Αθανάσιος
  20. Ντερνίκας Κωνσταντίνος
  21. Παπαγιάννης Νικόλαος
  22. Σίψας ή Τριανταφύλλου Κωνσταντίνος
  23. Τσιτσιλάμπος Ηλίας

Μέχρι σήμερα ήταν γνωστά λίγα, ελάχιστα ονόματα αγωνιστών του ’21 από τα χωριά μας. Κι αυτό δημιουργούσε την εντύπωση πως οι πρόγονοί μας απουσίασαν από το μεγάλο εκείνο προσκλητήριο. Τώρα μπορούν πολλοί συμπατριώτες μας να καμαρώνουν για την καταγωγή τους σαν απόγονοι των αγωνιστών του’21.

 

book1006

Πριν από λίγο καιρό, ο Δημήτρης Αθαν. Γαρδίκης, μου εμπιστεύτηκε δυο παλιά τετράδια που είχε στο σπίτι του. Τα φθαρμένα σκληρά εξώφυλλα και οι κιτρινισμένες απ’ το χρόνο εσωτερικές σελίδες, πρόδιδαν την ηλικία τους και την περιπετειώδη διαδρομή τους. Στο ένα απ’ αυτά τα οικογενειακά κειμήλια, το πιο παλιό, στην πρώτη εσωτερική σελίδα, σε τέσσερεις αράδες που είναι γραμμένες με πένα και με καλλιγραφικά γράμματα, αναφέρεται το περιεχόμενο του τετραδίου:

Καθολικόν

Βιβλίον Ταμείου των Εκκλησιών

Κοίμησις της Θεοτόκου Άγιος Αθανάσιος

του έτους 1911

Για την ιστορία αυτού του τετραδίου θα αναφερθώ σε άλλο κείμενο. Να σημειώσω όμως ότι η ανάγνωση και η μεταγραφή των κειμένων έχει δυσκολίες. Οι εγγραφές στο τετράδιο έχουν γίνει με πένα και μελάνι, από διαφορετικούς ανθρώπους, με λίγες γραμματικές γνώσεις και σε διαφορετικούς χρόνους. Επίσης ο τρόπος γραφής πολλών γραμμάτων, την εποχή εκείνη, ακολουθούσε το πρότυπο της βυζαντινής γραφής των εκκλησιαστικών βιβλίων. Η εγγραφή που παρουσιάζω έγινε το 1911. Είναι αναλυτική κατάσταση των Γαρδικιωτών του Σικάγου, με τις προσφορές τους σε δολάρια για την αγορά εξαπτέρυγων, για την εκκλησία της Παναγίας. Το Σικάγο ήταν η πόλη όπου κατέληξαν οι περισσότεροι Γαρδικιώτες μετανάστες, στην αρχή του 20ου αιώνα. Σχεδόν όλοι όσοι, αναφέρονται στον κατάλογο, είχαν φτάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες λίγα χρόνια πριν τον έρανο. Δουλεύαν σκληρά και οι αμοιβές τους ήταν χαμηλές. Γι’ αυτό, η άμεση ανταπόκρισή τους και η προσφορά τους, είναι συγκινητική. Αξιοπρόσεκτο είναι, ότι εκτός από τους Γαρδικιώτες που συνεισέφεραν, υπάρχουν και ονόματα μεταναστών από την Λευκάδα, τα Καμπιά και την Κυνουρία που προσέφεραν τον οβολό τους.

Αυτά είναι τα συμπεράσματα από την ανάγνωση του καταλόγου που αφορούν τους ξενιτεμένους. Υπάρχει όμως και η εικόνα του χωριού, που αναδύεται από το γραφτό. Η οικονομική δυσκολία που αντιμετωπίζει η Κοινότητα Γαρδικίου για την προμήθεια, μιας τόσο, σχετικά χαμηλού κόστους, αγοράς. Το Γαρδίκι, κεφαλοχώρι την εποχή εκείνη, έδρα του Δήμου Ομιλαίων, με δυο εκκλησίες, και σχεδόν 1.200 κατοίκους, ζητά την βοήθεια των ξενιτεμένων παιδιών του. Δύσκολα χρόνια. Και στα επόμενα χρόνια, μέχρι και σήμερα, οι Γαρδικιώτες της Αμερικής θα προσφέρουν, οικονομική βοήθεια σε κάθε μεγάλο έργο που θα γίνει στο χωριό μας.

Ιωάννης Ε. Κορέλης

book1006a

Συνεισφορά ή έρανος των εν Σικάγω της Αμερικής μεταναστών δι’ αγοράν εξαπτερύγων της εκκλησίας «η Κοίμησης της Θεοτόκου»

 

1/ Φώτης Δ. Κουρέλης                               Δολάρια      5

2/ Σπύρος Δ. Κουρέλης                                  »             10

3/ Παναγ. Δ. Κουρέλης                                   »             5

4/ Κωνστ. Ευαγγ. Κορέλης                             »             10

5/ Ηλίας Κ. Τσαρός                                          »             10

6/ Γρηγ. Αθ. Τσαρός                                         »            5

7/ Νικόλ. Αθ. Τσαρός                                        »            10

8/ Ιωάννης Αθ. Τσαρός                                     »            5

9/ Αδελφοί Ν. Ιω. & Δημ. Ευαγ. Τσατσάς            »            20

10/ Κων. Γ. Τσατσάς                                           »            5

11/ Αθαν. Μυλωνάς                                            »            5

12/ Βαγ… Μυλωνάς                                          »             3

13/ Παναγ. Μπεράτης                                        »            5

14/ Ευάγγ. Κανέλλος                                          »            5

15/ Αθαν. Χρηστόπουλος                                  »            5

16/ Φώτης Γρηγορομήτρος                               »             8

17/ Λάμπρος Κουσιορής                                    »            16

18/ Γεωργ. Δ. Σκαρμούτζος ή …(;)                     »            5

19/ Νικόλαος Γκέκας                                           »            3

20/ Αθαν. & Σπυρ. Αδελφοί Παπαδήμα

εκ Λευκάδος                                                     »            2

21/ Κ. Κο….(;)βραχος εκ Κοσμά Κυνουρίας      »            5

22/ Κων. Θανασούρας εκ Καμπιών                   »            2

———————————————————————– —————

ήτοι εν όλω δολάρια εκατόν τεσαράκοντα τρια             143

katafr

-Άϊντε ουρέ να πάμε κατά την πλατεία να του φέρουμε κάνα σκοινί!

-Μπα δεν μπορώ Κώστα μου, είμαι τόσο στεναχωρημένος με εκείνον τον παλιάνθρωπο που τ’ άκουσες τι μου είπε σήμερα στο μαγαζί-δε σου δίνω δεκάρα, κάνε ότι θέλεις- Και τώρα είμαι αναγκασμένος να του κοινοποιήσω το γραμμάτιο.

-Ε βρε αδερφέ σήμερα είναι πίσιμος μέρα, Λαμπρή! Χαίρετε ο κόσμος σήμερα, πρέπει ο ένας να σχωράει τον άλλον.

Αυτά έλεγε ο Μήτρος ένας λεβεντοχωριάτης ως εκεί πάνω «Ξαναβγατισμένος» όπως τον έλεγαν οι χωρικοί. Με το σακάκι του ανάριχτα και με τη γκλίτσα του.

Το μικρό χωριό, ήταν απ’ άκρη σ’ άκρη χαρούμενο κείνη την ημέρα. Οι λιγηρές κοπελιές, ντυμένες με γιορτινά τους, φάνταζαν σαν νεράιδες. Παιδιά καθ’ ομίλους, γέροι, γριές, όλοι πήγαιναν στην πλατεία του χωριού, που θα γίνονταν ο χορός. Ο μπάρμπα-Στάθης που είχε μαγαζί στην πλατεία έτρεχε στα σπίτια να πάρει καρέκλες να τις βάλει να καθήσουν οι ομαδικώς καταφθάνοντες πανηγυρισταί.

Στη μέση του χοροστασίου κάθονται οι οργανοπαίχτες, μια κομπανία απαρτιζόμενη από ένα βιολί, ένα κλαρίνο κι ένα σαντούρι. Άρχιζαν να παίζουν το γελεκάκι για να βάνουν στο μεράκι τους χορευταράδες. Ήταν τρόπον τινά ένα ορεχτικό. Δε βάσταξε πολύ αυτό και πρώτος ο ανωτέρω μνημονευθείς Μήτρος έπιανε το χορό. Ο αητός και η ιτιά, τα κλασικά αυτά τραγούδια του χορού στην ημερήσια διάταξη.

Αφού χόρεψαν οι άνδρες, μπήκαν και οι γυναίκες στο χορό, σαν τις βαρκούλες στο γιαλό (που λέει και το τραγούδι) κι άρχισαν να σιώνται και να λιγιώνται. Χόρεψαν πέντε-έξι. Μα για μια στιγμή, ο χορός έπαψε κι όλοι κοίταζαν σ’ ένα μέρος απ’ όπου έρχονταν προς το χορό μια χωριατοπούλα καλοντυμένη και νόστιμη. Από το στόμα όλων βγήκε η λέξις Βούλα!!! Τι ήταν λοιπόν  αυτή που τη λέγαν έτσι και που στην εμφάνισή της σταμάτησε ο χορός. Μήπως καμιά  πλούσια; Καμιά ξένη αριστοκράτης; Καμιά ωραία; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ήταν απλώς ένα φτωχό κορίτσι που ένας παπάς του πήρε την τιμή, και του οποίου έγινε η δίκη και ηθωώθει. Αυτή ήταν η γυναίκα που επροκάλεσε τα σχόλια και την προσοχή του κοινού.

-Καλέ αυτή είναι η Βούλα, κείνο το παλιοκόριτσο που έκανε το νόθο.

Και δώστου γέλια και χλευασμούς. Ήλθε λοιπόν κι αυτή στο χορό και κάθισε σ’ ένα κάθισμα, μόνη της. Κοίταζε τις άλλες που χόρευαν και το πρόσωπό της έπαιρνε διάφορες μορφές. Ήθελε να χορέψει, μα ντρέπονταν. Όλος ο κόσμος γι’ αυτή μιλούσε. Τέλος απεφάσισε, σηκώθηκε, έβγαλε το μαντήλι της και πήγε να πιαστεί στις τελευταίες. Μα οποία έκπληξις! Καμιά δεν της έδινε το χέρι της. Φυλάγονταν σαν να ήταν φίδι. Πήγε στη μια, στην άλλη, μα πουθενά δεν τις έδιναν μέρος. Τέλος, η Βούλα αγανακτισμένη, ντροπιασμένη, κατακόκκινη απ’ το θυμό της, έσπασε το χορό κι έπιασε μιας γυναίκας το χέρι με τη βία. Ήλθε η σειρά της να χορέψει μπροστά κι επειδή δεν είχε κανένα να κεράσει τους οργανοπαίκτες, έβγαλε απ’ το μαντήλι της λίγα κέρματα και τα έδωσε. Μόλις τελείωσε το χορό της, έφυγε μα δάκρυα στα μάτια της.

Μια γριούλα που ήταν κοντά μου και παρακολούθησε όλα αυτά μού είπε σιγά: «Αχ παιδάκι μ’ η τιμή, τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει»

Τέλος

Γαρδικιώτης – Λαμία 1966

…………….

Το κείμενο το βρήκα σε φάκελο του πατέρα μου με κείμενα για τα «Γαρδικιώτικα Χρονικά». Δεν αναφέρονταν πουθενά ποιος το έγραψε. Στην τελευταία σελίδα υπήρχε μόνο μια γραπτή παράκληση του συγγραφέα προς τον Λ. Κ. να μην αναφερθεί το όνομά του «…για να μην δουν οι πατριώτες μας τα λάθη και πουν ότι δεν ξέρω γράμματα». Το κείμενο αναρτάται χωρίς καμιά διόρθωση. (Ι. Ε. Κ.)

AID-11

Σεραφείμ Κ. Τσιτσά

 Έχουν κι οι φτερωτοί μουσικοί το βασιλιά τους, τ’ αηδόνι. «Κλαίει ή τραγουδάει τ’ αηδόνι;» ρωτάει ο Στέφανος Γρανίτσας. Ο Ελληνικός λαός παραδέχεται και τα δύο. Κυριαρχεί όμως η χαρούμενη νότα. Γι’ αυτό σ’ εποχές πένθους και συμφορών γίνεται έκκληση στ’ αηδόνι να πάψει να κελαηδεί:

«Αηδόνια μη λαλήσετε, πουλιά να βουβαθείτε

και σεις  οι μαύροι Τσάμηδες στα μαύρα να ντυθείτε,

τι την Αγιά την πήρανε, την δόλια μας την Πάργα»

λέει το τραγούδι της Πάργας.

«Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν’ τ’ αηδόνια

κρυφά το λέει κι ο γούμενος από την Άγια Λαύρα

-Παιδιά για μεταλάβητε, για ξεμολογηθήτε…»

λέει άλλο τραγούδι των χρόνων του 1821.

Κάποτε όμως το κελάηδημα του αηδονιού γίνεται κλάμα για να θρηνήσει κάποια εθνική συφορά:

«Τ’ αηδόνια της Ανατολής, και τα πουλιά της Δύσης

κλαίνε αργά, κλαίνε ταχειά, κλαίνε το μεσημέρι

κλαίνε την Ανδριανούπολη την πολυκουρσεμένη»

Πολλοί μουσικοί ασχολήθηκαν με το τραγούδι του αηδονιού. Ο Μπετόβεν προσπάθησε να το αποδώσει στην έκτη συμφωνία του. Ο Ούγγρος μουσικολόγος Δρ. Ζόκε (η Ουγγαρία θεωρείτε η χώρα των πουλιών) λέει πως τ’ αηδόνι έχει στο λάρυγγά του ολόκληρη ορχήστρα κ’ οι μουσικοί του τόνοι καλύπτουν ολόκληρες οκτάβες. Το τραγούδι του είναι ολόκληρη όπερα, γεμάτη δραματικό χαρακτήρα. Κάποτε η λαϊκή μούσα αναθέτει στ΄ αηδόνι εωθινά καθήκοντα:

«Δεν λαλείς καημένο αηδόνι

την αυγούλα με δροσιά,

να ξυπνήσεις το αφέντη

να φιλήσει την κυρά»

AID-13

Αναφέρομε εδώ τις κυριότερες νεοελληνικές μυθολογικές παραδόσεις, που αιτιολογούν την προέλευση του τραγουδιού του αμίμητου αυτού φτερωτού σολίστα. Στην Ήπειρο η λαϊκή παράδοση διηγείται πως τ’ αηδόνι ήταν κάποτε τσέλιγκας κι έβοσκε ο ίδιος το τρανό κοπάδι με τα πρόβατα. Μια μέρα σ΄ ένα πανηγύρι γλέντησε τόσο πολύ, που το άλλο βράδυ έπεσε σε βαρύ ύπνο. Ένοιωθε τόσο κουρασμένο τον εαυτό του, ώστε πέφτοντας να κοιμηθεί είπε: «Θεέ μου κάνε να κοιμηθώ ίσα με τ’ Αγιωργιού. Τότε να ξυπνήσω». Ο Θεός ικανοποίησε το αίτημά του και κοιμήθηκε πραγματικά ολόκληρους μήνες. Το κοπάδι του ακυβέρνητο τόσο χρόνο, δεν έπαθε κακό, χάρις στα δυο άξια και πιστά σκυλιά του, την Τσίλα και το Τσιβέλι. Κι όχι μόνον δεν έπαθαν κακό αλλά πλήθυναν κι έγιναν αμέτρητα. Σαν τα είδε τ’ αηδόνι, όταν ξύπνησε χάρηκε και σαν δεν είχε τώρα τι να τα κάνει τόσα πολλά αποφάσισε και τα πούλησε. Έλειπαν τα σκυλιά την ώρα που τα πούλησε. Όταν το ‘μάθαν, του κάναν φριχτά παράπονα.  Ο τσέλιγκας κατάλαβε τότε το λάθος του. Μετάνιωσε κι αυτός για τη λύπη που πούδωκε στους δυο πιστούς του φύλακες.

«Θεέ μου –είπε τότε- κάνε με πουλί να πετώ ψηλά κι από κει ν’ αγναντεύω το κοπάδι μου».

Ο Θεός τον άκουσε πάλι και τον έκαμε αηδόνι. Από τότε κράζει, κάθε Άνοιξη τους φύλακες του κοπαδιού του…

«Τσίλα-Τσίλα! Τσιβέλι-Τσιβέλι! Τσα-Τσα!». Έτσι σφυρίζοντας και σαλαγώντας νομ’ιζει πως φιλάει ακόμα τα πρόβατα.

Μια παράδοση των Αγράφων που διηγείται ο Γρανίτσας, λέει πως το αηδόνι αποσταμένο ένα βράδυ του Απρίλη πήγε να κοιμηθεί πάνω σ’ ένα φράχτη. Μόλις το πήρε ο ύπνος, πήδησαν τα βάτα, οι αγράμπελες, ο κισσός και τ’ αγιόκλημα και το τύλιξαν από τη ζήλια τους με τα πυκνά βλαστάρι. Έσφιξαν τα φτερά του και τα πόδια του με τέτοιο τρόπο, που να μην μπορεί να ξετυλιχθεί. Όπως αγωνίζονταν να ξεδεθεί ορκίστηκε:

«Άντε μωρέ Απρίλη σε πίστεψα για φίλο. Ας ξετυλιχτώ τώρα κι όρκο κάμω να μην ξανακλείσω μάτι τις νύχτες σου. Θ’ αγρυπνώ ολονυχτίς…» Και φύλαξε τον όρκο του.

Από τότε λαλεί αδιάκοπα την άνοιξη από το βράδυ ως το πρωί για πείσμα του φίλου του, του Απρίλη.

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η Αηδόνα είχε σύζυγο το Βασιλιά Ζήθο. Φθονούσε όμως τη συννυφάδα της Νιόβη, επειδή εκείνη είχε πολλά παιδιά, ενώ αυτή –η Αηδόνα- είχε μονάχα ένα, τον Ίτυλο. Και μια μέρα θέλοντας να σκοτώσει το μεγαλύτερο παιδί της Νιόβης, σκότωσε κατά λάθος το δικό της. Οι Θεοί συγκινήθηκαν από τον μεγάλο της σπαραγμό και την μεταμόρφωσαν σε πουλί, το αηδόνι, που ως σήμερα κλαίει με πάθος το θάνατο του γιού της του μονάκριβου. Η τραγωδία της ετάραξε όλους τους δικούς της και παρακάλεσαν  κι αυτοί τους Θεούς να τους μεταμορφώσει σε πουλιά. Έτσι ο πατέρας της Αηδόνας, ο Πινδάρεως έγινε αετός της θαλάσσης (ο αλίετος), η μητέρα της έγινε αλκυών, η αδελφή της χελιδόνα, ο αδελφό της τσαλαπετεινός κι ο άνδρας της ο Ζήθος έγινε πελεκάνος.

AID-12

Το αηδόνι έρχεται στον τόπο μας κάθε άνοιξη. Είναι αποδημητικό. Γλυκύτερο και μελωδικότερο λαρύγγι δεν έπλασε ο Θεός. Οι μουσικές του τρίλιες παίρνουν μια ξεχωριστή γοητεία, χάρις στην ώρα που τελετουργείται το εαρινό αυτό ρεσιτάλ. Τ’ αηδόνια δηλαδή ψάλλουν τη νύχτα που είναι η ευνοϊκότερη ώρα για μουσική, όπως οι παλιοί κανταδόροι με τις προχωρημένες νυχτερινές ώρες της φεγγαράδας. Τόσο γοήτευαν κι αυτοί –οι κανταδόροι- την παλιά ρομαντική γενιά, ώστε κάποτε ο σκοπός χωροφύλακας, στο Σύνταγμα, αντί να συλλάβει περασμένα μεσάνυχτα τους κανταδόρους, που απαγορεύονταν να τραγουδούν αυτή την ώρα, τους πλησίασε σιγά-σιγά, όταν τελείωσαν και τους λέει:

-«Ξαναπέστε το, βρε παιδιά, κι ας πάμε ύστερα όλοι μαζί μέσα…»

Την νύχτα λοιπόν σωπαίνουν τ’ άλλα πουλιά και κανείς θόρυβος δεν ταράσσει τη την γαλήνη της εξοχικής λαγκαδιάς, της λόχμης, της κοιλάδας. Τότε το κελάηδημα τ’ αηδονιού παίρνει όλη τη λαμπρότητα μέσα στο μυστήριο του λόγγου, της φυλλωσιάς και της ποταμιάς, που φαντάζουν σαν να κρατούν κι αυτά την ανάσα τους για να μην ταράξουν τη μουσική μέθη της μυρωμένης ανοιξιάτικης νύχτας.

«Μούσαν λοχμαίαν» (1) ονομάζει τ’ αηδόνι ο Αριστοφάνης.

Τέλος μια παράδοση  πως, όταν οι Μαινάδες σπάραξαν τον Ορφέα και σκόρπισαν στη θάλασσα τα κομμάτια του, το κύμα του Αιγαίου πήρε το κεφάλι και τη λύρα του μάγου μουσικού, το κουβάλησε στο μακρινό νησί της Σαπφούς, στη Λέσβο και τ’ απίθωσε μαλακά πάνω στην ακρογιαλιά. Η άμμος σκέπασε το θεϊκό κεφάλι του Ορφέα, όμως η λύρα απόμεινε όρθια, πλάι στη γαλάζια θάλασσα. Κι όταν φυσούσε ο μπάτης ανάμεσα από τις χορδές, η λύρα του Ορφέα άρχιζε να τραγουδάει γλυκά και λυπητερά. Τ’ άκουσαν τ’ αηδόνια κι έμαθαν να το λένε από τότε με το ίδιο πάθος και την ίδια γλυκύτητα. Και θα το τραγουδούν αιώνια, ενόσω θ’ ανθίζει η άνοιξη και η αγάπη στην καρδιά της φύσης και της ζωής.

Αυτό βεβαιώνουν μερικοί διαλεχτοί στίχοι του Παύλου Νιρβάνα (2), στους οποίους η γιαγιά διηγείται στον μικρό εγγονό το παλιό και λησμονημένο παραμύθι του βασιλόπουλου, που αγάπησε κι έκαμε βασίλισσά του μια φτωχή παιδούλα:

Κι ύστερα, πώς να στο πω, καλέ μου;

Κι ύστερα…Το ξέχασα, γλυκέ μου,

το παλιό το παραμύθι…

 

– Κι αν το ξέχασες, το ξέρουν ταίρια ταίρια

ρώτα να στο πουν τα περιστέρια,

ρώτα να στο μάθουν τα τριγώνια,

να στο κελαϊδήσουνε τ’ αηδόνια…

κι ύστερα λησμόνα το, που ελησμονήθη!

κι η ζωή μας κι η αγάπη παραμύθι.

 

————

(1) Αριστοφάνη «Όρνιθες»

(2) Παύλου Νιρβάνα «Λησμονημένο Παραμύθι»

ARXAN-1a

του Κ. ΑΡΧΑΝΙΩΤΗ

Όπως είναι γνωστό σε όλους τους Φθιώτες, το Γαρδίκι Ομιλαίων ήταν παλιότερα, προ του Νόμου ΔΝΖ, πρωτεύουσα του ομωνύμου άλλοτε Δήμου. Στο Δήμο Ομιλαίων υπάγονταν και το χωριό Μούσδροβο (τώρα περιβόλι), που γεννήθηκε ο γράφων. Δεν είχα καταφέρει όμως να το επισκεφθώ και το γνωρίσω ενωρίτερα, παρά το 1933 σε ηλικία 38 χρόνων, σαν δικηγόρος. Επωφελήθηκα της ευκαιρίας μιας πταισματικής δικασίμου του περιοδεύοντος Πταισματοδικείου Σπερχειάδος, να το γνωρίσω, και σε συνέχεια και άλλα χωριά του τέως Δήμου Ομιλαίων, όπως η Στάγια, σημερινός Πλάτανος και το Κυριακοχώρι. Ξεκίνησα από τη Σπερχειάδα προ του μεσημεριού της προηγουμένης ημέρας της Διακαινησίμου, και τις πρώτες απογευματινές ώρες, έφτασα στη Λευκάδα, όπου συναντήθηκα με τον Ειρηνοδίκη και Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Σπερχειάδος, που θα ήταν ο δικαστής της έδρας και μαζί συνεχίσαμε έφιπποι την πορεία προς το Γαρδίκι, συνοδευθέντες από τη Λευκάδα με τον δικολάβον Ανδρέα Κούκιον, Λευκαδίτη, του οποίου ο υποφαινόμενος εννοείται θα του έκανα ζημιά με την παρουσία μου σαν ανταγωνιστού στο Δικαστήριο. Αυτό όμως δεν τον εψύχρανε τον μπάρμπα-Ανδρέα, γιατί ήταν αγαθός άνθρωπος. Του εδήλωσα άλλως τε ότι δεν ενδιαφέρομαι για την θήρευση πελατείας. Και ετήρησα τον λόγον. Συμβολικά παραστάθηκα σε τρεις έως τέσσερεις δίκες και αποσύρθηκα του Δικαστηρίου και ασχολήθηκα με την περιήγηση στο δάσος πάνω από το χωριό. Πήρα μάλιστα το μυλαύλακο της Ραχούταινας και πήγα μέχρι το ρέμα Νίσβαρι. Ύστερα επισκέφτηκα τη βρύση στα Μαγγάνια, την Παναγία, τον Αη-Θανάση. Αυτά όμως έγιναν την δεύτερη μέρα της άφιξής μου στο Γαρδίκι.

Το απόγευμα της προηγουμένης που φτάσαμε στην είσοδο του χωριού, αριστερά, ήτο ένα μαγαζί, πανδοχείο ίσως, όπου φιλότιμος και φιλόξενος μαγαζάτορας μας υποδέχτηκε και μας εκέρασε κοκορέτσι, κρασί και τυρί φέτα άγνωστης κατασκευής… για τα χρόνια τα σημερινά. Ήταν η πρώτη γεύση του φιλόξενου χωριού. Εκεί επλήρωσα τον αγωγιάτη και αναχώρησε για την Σπερχειάδα. Μπροστά ήταν ακόμα ημέρα. Ιούλιος μήνας. Τότε ξενοδοχείο για διανυκτέρευση δεν υπήρχε στο Γαρδίκι. Είχα υπ’ όψη μου να καταφύγω στο σπίτι του Θεοφάνη Τσάντζαλου, αδελφού της θείας μου Βασιλικής Κουφάκη. Ανηφορίζοντας όμως προς την κεντρική πλατεία και λίγα μέτρα προ αυτής, μπροστά στο σπίτι του έστεκε ο αείμνηστος λεβεντάνθρωπος Κώστας Ραχούτης, φίλος του πατέρα μου και γνωστός και σ’ εμένα. Μετά τα καλωσορίσματα μου λέγει το βράδυ θα έρθεις να κοιμηθείς εδώ και δεν θα πας πουθενά αλλού. Για φαγητό θα φας στο ισόγειο μαγαζί του σπιτιού μου, στον ανιψιό μου Κωστάκη. Έχω δώσει εντολή να σου ψήσει κρέας στη σχάρα, τυρί φέτα και κρασί. Δεν θα πληρώσεις πεντάρα, σε φιλεύω εγώ. Όταν θα είναι ώρα για ύπνο θ’ ανεβείς τη σκάλα και θα κτυπήσεις την πόρτα να σου ανοίξω. Μην βιαστείς. Είσαι νέος κι ας αργήσεις. Αυτό χρειάζεται είπα μέσα μου. Να φανούμε κι αδιάντροποι. Στο μαγαζί της πλατείας του μακαρίτη Θεμιστοκλή Τσιφτσή βρήκα και γνώρισα και άλλους Γρδικιώτες. Μεταξύ αυτών ήτο και ο μπάρμπα-Νίκος ο Μαλούκος ο δάκαλός που επέμενε να πάγω στο δικό του σπίτι. Έπρεπε, μου λέγει, ναρθείς κατ’ ευθείαν στο σπίτι μου. Αύριο το μεσημέρι θα είμαστε στο σπίτι μου χωρίς άλλη κουβέντα ή ειδοποίηση. Έτσι και έγινε. Εκτός της γνωριμίας του με τον πατέρα μου, τον είχα γνωρίσει και εγώ ως γυμνασιόπαις, όταν κάποτε στο χωριό Μούσδροβο ήρθε σαν Γραμματέας του Επιθεωρητού τότε Δημοτικής Εκπαίδευσης Γκιόλμα που έκανε επιθεώρηση του δασκάλου Θεοχάρη Θεοχαρόπουλου. Τους περιποιήθηκα εγώ, απουσιάζοντος του πατέρα μου με φαγητό που ετοίμασε η μάνα μου. Εφάγαμε στο σχολείο. Είχαν περάσει από τότε χρόνια. Δεν ήταν ανταπόδοση η προσφορά του, αλλά εκδήλωση της φιλόξενης διάθεσης και αρετής των ορεινών κατοίκων της Ρούμελης που είναι πάντα πρώτοι και στις θυσίες και στη φιλοξενία που την κληρονομήσαμε οι Έλληνες σαν πατρογονική αρετή από τους θεούς του Ολύμπου.

ARXAN-1b

Αυτή είναι η ζωηρή και αλησμόνητη ανάμνηση απ’ το δροσερότατο μεγαλοχώρι της περιφέρειάς μας. Το επισκέφθηκα λίγες ώρες διερχόμενος ως εκδρομέας, δύο άλλες φορές και μια άλλη προσκεκλημένος σε γάμο στον Αη-Θανάση. Πάντα με ευχάριστες εντυπώσεις. Κατά την πρώτη μάλιστα επίσκεψη συνάντησα στο Γαρδίκι ιδιωτεύοντα σαν συνταξιούχο τον αείμνηστο Καθηγητή μου στο Γυμνάσιο Λαμίας Νικόλαο Γαρδίκη που του οφείλω μεγάλο χρέος για την ταπεινή πνευματική μου υπόσταση. Ιδιαίτερα δε για την ηθική διαπαιδαγώγησή μας που στον τομέα αυτόν ήτο σωστή κολώνα. Μαίτρ όπως λένε οι Γάλλοι. Έξω από το καφενείο του Τσιφτσή με τη ευκαιρία που ήτο εκεί ο πλανόδιος φωτογράφος Παναγιώτου από το Ροβολιάρι, τον έβαλα και μας τράβηξε και την φωτογραφία που σας παραθέτω. Από αριστερα ο Περικλής Μαλούκος ενωμοτάρχης τότε επιτυχών για τη Σχολή Ανθυπομοιράρχων, τέως Αρχηγός Χωροφυλακής. Ο Κυρίτσης δασονόμος, ο υποφαινόμενος, ο δικολάβος Ανδρέας Κούκιος, ο Θεμιστοκλής Παπαστάμος, ο τότε Πρόεδρος Κοινότητυος Κουτκιάς και ο Σταθμάρχης Χωροφυλακής Γαρδικίου του οποίου ξεχνώ το ονοματεπώνυμο.

ΓΑΜΟΙ-1a

Ο γάμος του Διαδόχου Παύλου με τη Φρειδερίκη, έγινε στις 9 Ιανουαρίου του 1938. Τα ξημερώματα της Πέμπτης, 6 Ιανουαρίου, η βασιλική αμαξοστοιχία σταμάτησε στον σημαιοστολισμένο μεθοριακό σταθμό της Ειδομένης. Εκεί, ο Παύλος επιβιβάστηκε στην αμαξοστοιχία και συνέχισαν  προς την Αθήνα. Στο Λιανοκλάδι, (έφτασε το απόγευμα) όπου έγινε μια σύντομη στάση, ο δήμαρχος Λαμίας βρήκε την ευκαιρία να απευθύνει χαιρετισμό: «Σας περιμένουμε από τας 6 το πρωί και σας χαιρετίζουμε ρουμελιώτικα, ευχόμενοι το καλώς ήλθατε

Η επιστολή γράφτηκε στη Λαμία, τέσσερις μέρες μετά τον γάμο, αφού είχε επιστρέψει ο Ε.Κ., και στάλθηκε στον Γεώργιο Αναγνωστόπουλο, θείο του, απόστρατο αξιωματικό, που εκείνη την εποχή ζούσε στο Γαρδίκι.

 

 

Σεβαστέ μου Θείε

Υγιαίνομεν και επιθυμούμεν να υγιαίνετε.

Προ ημερών Σας έστειλα λακωνικοτάτην επιστολήν και τούτο διότι δεν είχομεν τακτοποιηθεί ακόμη. Φεύγοντας από το χωριό σας είχα υποσχεθεί εκτενή περιγραφήν των εντυπώσεών μου εκ της εν Αθήναις μεταβάσεώς μου επ’ ευκαιρεία των γάμων του Α.Β.Υ Διαδόχου.

Κατεβαίνοντας απ’ το χωριό εστάθμευσα το βράδυ στον Παπατσεκούρα (1) όπου έτυχον φιλοξενίας και περιποιήσεων αρκετών. Είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω ότι το σπίτι του παπά είναι αρχοντοχωριατόσπιτο.

Το πρωί της επομένης κατέβηκα στο Χάνι του Λιανού όπου βρήκα αυτοκίνητο και έλαβον την προς τον Σταθμόν του Λιανοκλαδίου άγουσα. Ήτο Πέμπτη 6 Ιανουαρίου, και στο σταθμό με επληροφόρησαν ότι η έκπτωσις δια την εις Αθήνας μετάβασήν μου αρχίζει από αύριον, είναι δε αυτή 50% επί του κοινού εισιτηρίου. Στην πλατφόρμα του σταθμού παρετήρει κανείς, σιδηροδρομικούς υπαλλήλους κινουμένους σπασμωδικώς και προετοιμαζομένους πυρετωδώς. Όμιλοι δε αστυνομικών περιεφέροντο, ενώ μία αστυνομική μουτοσικλέτα ήτο σταματημένη εις το προαύλιον. Ολ’ αυτά μ’ έκαμαν περίεργο, από την περιέργειά μου όμως μ’ έβγαλε πρώτα η φωνή ενός ανωτέρου σιδηροδρομικού υπαλλήλου ο οποίος έλεγε στους άλλους σιδηροδρομικούς δυνατά: «Γρήγορα μέσα! Μόνον οι καλώς ενδεδυμένοι δύναται να ευρίσκονται έξω» κι ακόμη δεύτερον ένας αστυνομικός ο οποίος με επλησίασε και μου είπε: «έχετε δουλειά κύριε εδώ;» όχι του απάντησα. «Θα σας παρακαλέσω να πάτε ποιο πέρα, γιατί θα περάση η αμαξοστοιχία των επισήμων» (2). Κατάλαβα λοιπόν ότι επρόκειτο περί σοβαρού γεγονότος και έστριψα αγρίως επανελθών εις το αυτοκίνητον του οποίου ο σωφέρ εκόρναρε καλώντας με συνεχώς. Θα εβλέπαμε τους επισήμους από εκεί, αλλά η κακή μοίρα, κι εδώ μπροστά ο ίδιος χωροφύλαξ, έρχεται και λέει στο σωφέρ στερεότυπα «έχεις ακόμη καμιά δουλειά;» Όχι του απαντά ο σωφέρ. «Ε λοιπόν να φύγεις γιατί θα περάσουν οι επίσημοι». Ο σωφέρ υπακούων έβαλε μπρος και σε λίγο βρισκόμαστε μακρυά από τους επισήμους, εις το Ζητούνιον, ανεπισήμως όντες μεταξύ ανεπισήμων. Τώρα ποιοί ήσαν οι επίσημοι; Ξέρω κι εγώ; Πρίγκιπες πάντως.

Την Παρασκευήν το απόγευμα 7 Ιανουαρίου μαζί μ’ έναν άλλον φίλο μου κατεβήκαμε στο σταθμό να βγάλωμε τα εισιτήρια και τούτο γιατί στο γραφείο πόλεως ήσαν πολλοί οι αναμένοντες. Κρίμα όμως! Πήγαμε για καλλίτερα, αλλά εδώ ήτο η συρροή. 500 άνθρωποι συνωθούντο περί την θυρίδα εις την οποίαν ήτο εις γέρων υπάλληλος αργοκίνητος. Εδέησα να φέρω τον Ν. Τσιτσιμπάκο για να μου βγάλει το εισιτήριο διότι ο φίλος μας Ασημάκης απουσίαζε τότε. Όταν μετ’ ολίγον ήλθε διευκόλυνα κι άλλους. Ώρα 2:30’ είμαστε στο σταθμό Λαμίας, μέσα σε βαγόνια εκδρομικά ανοικτά που τα χρησιμοποιούν δια τας εκδρομάς του θέρους. Και τούτο διότι δεν είχαν άλλα βαγόνια επιβατικά. Το τραίνο στις 3 μ.μ. μας έφερε στο Λιανοκλάδι όπου αλλάξαμε βαγόνια και αναμέναμεν την εκ Λαρίσσης αμαξοστοιχίαν (3). Τα βαγόνια είχον υπερπληρωθεί. Ο νόμος του αδιαχώρητου παρεβιάσθη και κατεπατήθη τόσον αυτός όσον και ημείς. Ωθών και ωθούμενος έφθασα σε ένα βαγόνι που ήσαν μέσα μερικοί εκ Νεοχωρίου Υπάτης και εκάθειντο σε καθίσματα ενώ εγώ ήμουν στον αέρα.

Σεβασθέντες του παλαιού των διδασκάλου, μου προσέφεραν μίαν θέσιν και έτσι ανεπαύθην-τρόπος του λέγειν-ενώ εις την πλάτην μου είχα καβάλα έναν άλλον ο οποίος ήτο μετέωρος. Κι ενώ ούτω είχον τα πράγματα, φτάνει μέχρις εμού φωνή καλούσα το όνομά μου. Ήτο ο φίλος μου ο οποίος με ανεζήτει με γοεράς κραυγάς που επρόδιδον κίνδυνον. Έφθασεν μέχρις εμού και κρυφά μου λέγει ότι μου έχει κρατημένη θέση σε καλή παρέα από νεαρούς και νεαρές και μάλιστα εις βαγόνιον κενόν Α’ θέσεως. Παρά τας διαμαρτυρίας μου ότι πιθανόν να μας πιάσουν και να μας ζητήσουν εισιτήριον ανάλογον με το διαμέρισμά μας, με παρέσυρε μέχρις εκεί αφού πρώτα μου υπεσχέθη ότι εις περίπτωσιν  ελέγχου θα κατέβαλε εκ του βαλαντίου του την διαφοράν.

Πήγα λοιπόν στη πρώτη θέση και ανεπαύθην επί ευρυχώρου θέσεως σουμιέ μετά βελούδινων καλυμάτων. Κοίταξα γύρω μου και διαπίστωσα ότι όλοι οι νεαροί και νεαρές ήσαν κι αυτοί λαθραίοι, ήνωσα λοιπόν κι εγώ την τύχην μου μ’ αυτούς και ευθυμήσας άρχισα εις υψηλόν τόνον να τραγουδάω, ενώ τα δόντια μου δεν σταματούσαν από το κρύο γιατί ξέχασα να σας πω ότι το κρύο ήτο τόσο πολύ που το θερμόμετρο έδειχνε ασφαλώς 2 ή 3 υπό το μηδέν έξω και 0 μέσα. Ώρα 6 μ.μ. δηλ. μετά πεντάωρον καθυστέρησιν την οποίαν εμείς τρέμοντας εκ του κρύου και εκ του φόβου μη μας βγάλουν έξω από τα βαγόνια της θέσης αυτής και τότε δεν μαίναμε πουθενά γιατί τις θέσεις μας που είχαμε πριν τις πήραν άλλοι, μετά πεντάωρον λοιπόν καθιστέρησιν δηλ. στις 6 μ.μ. (4) ενώ η νύκτα είχε απλώσει παντού το μαύρο πέπλο της νιφάδες δε χιόνος έστρωναν το δρόμο μας  με ροδοπέταλα για να περάσουμε εμείς οι ευτυχείς επιβάτες. Τέλος εσφύριξε η μηχανή, ένα κούνημα γερό μπρος πίσω και το μονότονο τάκα-τακ, τάκα-τακ έκανε όλους να αφίσουν ένα στεναγμό ανακουφίσεως. Τραγούδια, γέλια, καλαμπούρια, τσοκανίσματα δοντιών αντηχούσαν στο διαμέρισμα  μέχρι τις 12 μ.μ. Ύστερα έβλεπες κεφάλια με τα μάτια βαριά να γέρνουν μπροστά που και που δε καμιά βλαστημιά κανενός που καταριόταν την ώρα που ξεκίνησε.

Ώρα 3 π.μ. Αθήνα. Σταθμός. Γροθιές και ιαχές ξύπνησαν όσους κοιμώνταν. Το τραίνο σταματά. Ένα κούνημα μπρος-πίσω και δεύτερος στεναγμός ανακουφίσεως. Τραμ δεν υπήρχαν λόγω της προκεχωρημένης ώρας αλλά ταξί άνω των 300 στο σταθμό κόσμος πολύς μαζί μ’ εκείνους που περίμεναν τους δικούς των άνω των 5000 (5).

Ένα ταξί αντί 10 δραχμών έκαστον μετέφερε εμένα και τον φίλο μου εις την Ομόνοιαν όπου υπέστημεν επίθεσιν των ξενοδοχοϋπαλλήλων. Σωστή πολιορκία και μάχη εις το πεδίον της οποίας άφισε ο φίλος μου ένα κουμπί του παλτού του εγώ δε παρ’ ολίγον μισό μανίκι.

Τέλος ο περισσότερο ταχύς ενός ξενοδοχείου «Ωραία Θεσσαλία» μας επήρε ως λάφυρα και μας μετέφερε εις το ξενοδοχείο όπου μας παρεσχέθησαν αι πρώται βοήθειαι αίτινες συνίσταντο εις το ότι εκεί κοντά είναι πατσαντσίδικο διανυκτερεύον και όπου οδηγηθέντες κατεβροχθίσαμεν από ένα πατσάν.

Το πρωί ένας αστυνομικός μας εξύπνησε και μας εζήτησε τα πιστοποιητικά μας.(6) Είμασταν και οι δυο εν τάξει και ξεκινήσαμε για το παλάτι καθ’ ο βλάμηδες και ιδιαιτέρως προσκεκλημένοι.

Τα βήματα μας όμως μας έσυραν μέχρι γαλακτοπωλείου τινός όπου και εσταματήσαμε αναβάλλοντες την εις το παλάτι άφιξίν μας δια την Δευτέραν οπότε θα εκάμαμεν και την σχετική εκτίμησιν.

ΓΑΜΟΙ-1b

Το Σάββατο πέρασε έτσι. Που και που έβλεπες ανθρώπους ισταμένους και αναμένοντας, αστυνομικούς απαγορεύοντας την δίοδον, αυτοκίνητα με βασιλικούς θυρεούς ως σφαίρας διερχόμενα, και ερωτών επληροφορείσο ότι δεν συμβαίνει τίποτε αλλά σε λίγο θα περάσει το αυτοκίνητο του Μεγάλου Βοεβόδα Μηχαήλ. Προσετίθεσο και εσύ στο πλήθος και μετ’ ολίγον έβλεπες 2-3 μουτοσυκλέτας αστυνομικάς 1-2 αυτοκίνητα αστυνομικά και ύστερα ένα αυτοκίνητο με στέμμα μέσα σε διέκρινες ένα 17ετή νεαρό με κουστούμι ταξιδίου με μπερέ στο κεφάλι. Λίγα χειροκροτήματα. Το βασιλικό αυτοκίνητο μερικά ζήτω και η συγκέντρωσις διελύετο δια να σχηματισθεί μετ’ ολίγου ότε επληροφορείσο και πάλιν  ότι απλούστατα δεν συμβαίνει τίποτε σπουδαίον παρά ότι θα περάση ο Αντιβασιλεύς Παύλος ή ο Πρίγγιπας Κνούδ (7), ή η Πριγγίπισσα Αλεξάνδρα συνήθη πλέον φαινόμενα που δεν μας απασχολούν.

Το εσπέρας του Σαββάτου οφείλω να σου γράψω ότι παρέστην εις δεξίωσιν εις τον (όχι παλάτι) «Έλατον» Σταθμός Λαυρίου όπου παρέστησαν η Α.Β.Υ ο Κοχιάς (8), η Α.Β.Υ. ο Θανασάκης (9) και  ημετέρα εξοχότης υπό τους ήχους δε του κλαρίνου του Γιαούζου (10) εφέραμεν από ένα σκοινάκι (11). Αφού εδοκιμάσαμε πολλάκις την αξία του Φιξ εξήλθαμε ανά τας οδούς ώρα 1 μ.μ. ότε και πάλιν εις την οδόν Αγίου Κωνσταντίνου παρετηρήσαμεν μίαν συγκέντρωσιν ανθρώπων. Προστέθημεν και ημείς. Εις ερώτησίν μας επληροφορήθημεν ότι δεν συμβαίνει τίποτε σοβαρόν αλλ’ απλώς σχολάζει το Βασιλικόν Θέατρο. Όλα βλέπεις τόσον απλά ήσαν αυτές τις ημέρες για τους Αθηναίους. Μετ’ ολίγον πάλιν μοτοσυκλέτες αστυνομικές και ύστερα αυτοκίνητα που είχαν μέσα το Βασιληά μας, τον Διάδοχο, τη Φρειδερίκη, τον Μεταξά και όλους τους εν τοις ανακτόροις συγγεντρωθέντας πρίγγιπας κ.τ.λ.

Η συγκέντρωσις διελύθη και ημείς μετέβημεν εις την Ομόνοιαν όπου ευρόντες άπλας αρχίσαμε να τραγουδάμε το «σουρωμένος ήλθες πάλι…» τραγούδι που βγήκε τώρα.

Κυριακή ότι διαβάσατε στην εφημερίδα. Τίποτε περισσότερον, πράγματα βέβαια που δεν είδαν όλοι αλλά οι έχοντες το θείον χάρισμα να είναι διόροφοι (ιδέ Μάκραν, Γιάννην Κουτκιάν, Γεωργ. Μπότσην) και οι έχοντες την Ιώβειον υπομονήν να περιμένουν από τις 6 σε κανέναν εξώστη.

Δευτέρα ησυχία τάξις ασφάλεια.

Τρίτη πρωί στο σταθμό 5000 άνθρωποι, μέσα σ’ αυτούς εγώ, ο Θανασάκης και ο Κοχιάς. Επειδή οι πόρτες του τραίνου ήσαν πολύ μακρυά από μας, ο Θανασάκης και ο Κοχιάς αφού με εσήκωσαν στα χέρια με τρύπωσαν μέσα από ένα παράθυρο ενός βαγονιού Α’ θέσεως πάλι και αφού επανελήφθησαν αι σκηναί του πηγαιμού μας εφθάσμεν εις Λαμίαν, πόλιν οικουμένην από Γύφτους και χωρίου Στάγιας την έκτασιν εν σχέση προς την Αθήναν. Συνέχεια περιπετειών στο προσεχές. Γράψτε μας τι γίνεστε, έχετε χιόνι.

Ο Λωνίδας; Το λουκάνικο έδωσα στο Δημητριάδη.

Σ’ όλους φιλιά

Την δεξιάν σου ασπάζομαι

ο ανειψιός σας

Λ. Κορέλης

Υ.Γ. Η παρούσα μου ας αναγνωσθή και εις επήκοον άλλων ίνα πληροφορηθούν τα των γάμων του Διαδόχου μας.

………

  1. Πιθανόν να πρόκειται για το παπά των Καμπιών ή της Φτέρης μια και την επόμενη το πρωί βρίσκονταν στου Λιανού το Χάνι, και τα χωριά αυτά είναι πολύ κοντά. Τα χωρίζει το ποτάμι με το χάνι.
  2. Οι μετακινήσεις από την κεντρική Ευρώπη προς την Ελλάδα γίνονταν κυρίως με το τρένο. Οι δρόμοι ήταν στενοί, όλο στροφές και σε πολλά σημεία το χειμώνα αποκόπτονταν. Από την υπόλοιπη Ευρώπη η συγκοινωνία γίνονταν ακτοπλοϊκώς.
  3. Τα βαγόνια θα προσκολλούνταν στη αμαξοστοιχία που θα έρχονταν από Λάρισα.
  4. Είναι λάθος ο υπολογισμός της καθυστέρησης. Σε όλη την επιστολή υπάρχει μπέρδεμα με τις ώρες.
  5. Μάλλον υπερβολικοί οι αριθμοί αλλά σίγουρα ο κόσμος ήταν πολύς.
  6. Μεταξική Δικτατορία. Η αστυνομία «μπουκάριζε» στα δωμάτια των ξενοδοχείων και έκανε έλεγχο των πελατών. όπως φαίνεται από την αντίδραση εθεωρείτο κάτι το φυσιολογικό.
  7. Πρίγκηπας Knud (Κnud Christian Frederik Michael Schleswig-Holstein-Sonderburg-Glόcksburg), Πρίγκηπας της Δανίας (1900 – 1976) γιος του βασιλιά της Δανίας Χριστιανού του Χ.
  8. Κοχιάς ήταν το παρατσούκλι του Βασίλη Μαγουλά
  9. Ο Θανασάκης Γαρδίκης
  10. Κώστας Γιαούζος. (Πετρομαγούλα ή Μαρτίνο Βοιωτίας, 1896-1957). Διάσημος λαϊκός οργανοπαίκτης (κλαρίνο). Ασχολήθηκε από μικρός με το όργανο και σχετικά νωρίς είχε κάνει «μεγάλο όνομα». Συνεργάστηκε δισκογραφικά με τον Παπασιδέρη και διαμόρφωσε προσωπικό «σολιστικό» ύφος. Με τον έξοχο Νίκο Καρακώστα σχημάτισαν το καλύτερο δίδυμο κλαρίνων που πέρασε από το πάλκο του «`Ελατου». Ήταν από τους λίγους που έπαιζε τις εισαγωγές όλων των κλέφτικων τραγουδιών και από αυτόν τις έμαθαν οι νεότεροι.
  11. «το φέραμε ένα σκοινάκι» δηλ. χορέψαμε, φέραμε ένα γύρo…

Τραχανάς

TRAX1της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου

Η ιστορία μάλλον δεν είναι αληθινή αλλά όπως συμβαίνει με όλες τις ιστορίες που αφορούν το φαγητό, είναι ωραία ειπωμένη. Μια φορά κι ένα καιρό, λοιπόν, σε τόπο που οι γυναίκες τις νύχτες μπορούν ν’ αφηγηθούν ίσαμε και χίλιες διαφορετικές ιστορίες και οι μετακινήσεις γίνονται με ιπτάμενα χαλιά, ένας χαλίφης, παρέα με τον καλύτερό του φίλο, αποφάσισαν να μασκαρευτούν ώστε να μην τους αναγνωρίσουν και να κάνουν μια βόλτα στην πόλη για να τσεκάρουν πώς περνάει ο κόσμος. Ήταν Ραμαζάνι κι όπως ξέρουμε στο Ραμαζάνι, οι μουσουλμάνοι τρώνε μετά τη Δύση του ηλίου.

Κατά τη βόλτα χαλίφης και συνοδός πείνασαν πολύ και μόλις άκουσαν τον πυροβολισμό που σήμανε τη Δύση του ηλίου, μπήκαν στο πρώτο σπίτι που βρήκαν, ζητώντας ένα πιάτο φαγητό. Η τύχη τους οδήγησε σ’ ένα πολύ φτωχό άνθρωπο, ο οποίος τους σέρβιρε μια σούπα που έδειχνε σαν χυλός από ψωμί. Ήταν όμως πολύ νόστιμη. “Χαλίφη μου!”, αναφώνησε ο ακόλουθος “Δεν έχω ξαναφάει πιο νόστιμη σούπα!”. Στο άκουσμα του τίτλου, ο οικοδεσπότης σηκώθηκε έντρομος, λέγοντας στον Χαλίφη: “Χαλίφη μου, ήρθες σ’ ένα πολύ φτωχό σπίτι γιαυτό τρως τη σούπα του φτωχού, τη σούπα του darhane!”.

Από τότε, μπορεί το όνομα της σούπας ν’ άλλαξε από “νταρχανέ” σε “τραχανάς” αλλά παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα εδέσματα των λαών που κατοικούν στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.

Τραχανάς ή ταρχανάς στα Τουρκικά, λέξη με αβέβαιη ετυμολογική προέλευση. Το ελληνικό “τραχανάς” ίσως και να προέρχεται από το “τραγανός” με την επίδραση του “τραχύς”. Όπως και να έχει, ο τραχανάς, πρέπει να είναι ένα από τ’ αρχαιότερα ζυμαρικά, τα οποία, ως γνωστόν, ανακαλύφθηκαν από τους Άραβες. Η παρασκευή αυτού του ζυμαρικού αποσκοπούσε στη συντήρηση του γάλακτος και η υφή του που βοηθούσε πολύ την αποθήκευσή τους, τον έκανε ιδανικό φαγητό για τους βοσκούς και τους εμπόρους που μετακινούνταν σε Μέση Ανατολή και Βαλκάνια.

Υπάρχουν δυο είδη τραχανά: Ο ξυνός και ο γλυκός, με πιο δημοφιλή, τον πρώτο. Ο ξυνός τραχανάς, είναι μια ζύμη από αλεύρι και γάλα ή γιαούρτι η οποία μένει μια μέρα για να “ξυνίσει”. Στη συνέχεια, τον στεγνώνουν στον ήλιο και τον σπάνε σε μικρά κομματάκια. Αφού πάρει την τελική του μορφή, τον στεγνώνουν για λίγες ημέρες ακόμα στον ήλιο. Ο ξυνός τραχανάς, μαγειρεύεται ως σούπα. Ο γλυκός τραχανάς, παρασκευάζεται από κοπανισμένο καλαμπόκι βρασμένο σε γάλα. Μόλις το καλαμπόκι “πιεί” όλο το γάλα και γίνει μια μάζα, πρέπει να στεγνώσει. Όταν στεγνώσει, τρίβεται όπως και ο ξυνός. Ο γλυκός τραχανάς χρησιμοποιείται ως γέμιση και ως συνοδευτικό κρέατος, κυρίως κοτόπουλου.

Τον καλύτερο τραχανά μακράν, τον έφτιαχνε η πεθερά μου από την Αρκαδία όπου ο τραχανάς είναι ένα από τα φαγητά που τιμούν πολύ. Ταιριάζει στο κρύο, εσωστρεφές και αύθαδες τοπίο της Αρκαδίας, έτσι κι αλλιώς. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές. Προσωπικά τον φτιάχνω απλό και στο τέλος χτυπάω λίγο blue cheese με ελαφρώς καβουρντισμένα καρύδια (ελαφρώς γιατί το καρύδι πικρίζει αν το πολυψήσετε, προσοχή!) και τον σερβίρω έτσι. Άλλες φορές, λίγο τριμμένο τυρί φέτα μου αρκεί ενώ δεν με ενθουσιάζει καθόλου ο τραχανάς με ντομάτα, άντε μην αρχίσω τα μπινελίκια μ’όλα τα άσχετα που βλέπω. Εδώ είναι σκέτος. Δωρικός.

Λένε ότι στη Συρία εάν κατά την εποχή της μελιτζάνας μια γυναίκα ρωτήσει τί φαγητό να φτιάξει να φάνε εκείνος έχει δικαίωμα να τη χωρίσει. Λέω να το εφαρμόσω από την ανάποδη. Εάν ξανακούσω “Πάλι τραχανά;”…

Θέλουμε και συνταγή; Είναι πανεύκολη. Βουαλά.

TRAX2

4 φλιτζάνια τραχανά ξυνό.

4 φλιτζάνια νερό (εγώ βάζω 2 φλιτ. νερό και 2 φρέσκο γάλα)

1 κουταλάκι φρέσκο βούτυρο.

Αλάτι (λίγο)

Σε μέτρια κατσαρόλα, βάζουμε τα νερό και ζεσταίνουμε. Όταν γίνει χλιαρό προσθέτουμε τον τραχανά κι ανεβάζουμε, λίγο τη θερμοκρασία. Προσθέτουμε το βούτυρο και το αλάτι και ανακατεύουμε. Σε 20 – 30 λεπτά και όταν αυτός χυλώσει το τραβάμε από τη φωτιά, προσθέτουμε το τυρί (αν θέλουμε) και το σερβίρουμε.

Πίνουμε Ραψάνη του Τσάνταλη 2014

—————

Το κείμενο το αναδημοσιεύουμε από το blog «Αθήναιος-Άρτος και Θεάματα» της κας Βίβιαν Ευθυμιοπούλου την οποία κι ευχαριστούμε.

www.athinaios.wordpress