
του Θανάση Τσαρού
Λέμε για ένα καυγά με τον ίδιο το Γέρο του Μωριά, πάνοπλο, όπως ήταν στα χαρακώματα της Τριπολιτσάς. Τον Κολοκοτρώνη, που φορούσε μια περικεφαλαία που θα τη ζήλευε και το Εθνικό Μουσείο για την πρωτοτυπία της.
Είναι ένας καυγάς μέσα στους τόσους άλλους της διαμάχης των Μωραϊτών με τους Ρουμελιώτες, κι αν δεν μπαίνανε στη μέση οι άλλοι ήρωες μπορούσε και να πάρει εθνικές διαστάσεις.
Να πως έγινα τα πράγματα, γιατί δεν τα γράψε ακόμα η ιστορία.
Ήταν τα χρόνια που δάσκαλος στο χωριό ήταν ο αείμνηστος Θεοφάνης Γαρδίκης. Ο δάσκαλος που μας έμαθε, τουλάχιστον εμένα και μερικούς άλλους που ξέρω, όσα αργότερα μας χρειάστηκαν στη ζωή μας, γιατί τα άλλα, όσα υποτίθεται πως μάθαμε από τον καιρό που φύγαμε από τα χέρια του, δύσκολα μπορούν να δικαιολογήσουν τα σακούλια με το ψωμί που μας κουβαλούσανε στη Σπερχειάδα, για να παίζουμε «στριφτό» και το «φίτσο» στην αυλή του Αι Νικόλα.
Τον θυμόμαστε το δάσκαλο, με τα μαύρα, δετά ψηλά μποτίνια του, το στενό, «τζογέ» παντελόνι, το γιλέκο και πάντα κρεμασμένο με καδένα το ρολόι του, και με κείνο το μαύρο το παλτό που η εξαιρετική του ποιότητα νικούσε το χρόνο, που έπαιρνε με τον καιρό μια πρασινωπή απόχρωση, ύστερα κίτρινη, και πάλι με τον καιρό γινότανε μαύρο, και πάντα ήταν καινούργιο.
Ο δάσκαλος ήταν τύπος! Θυμόσοφος, έξοχα δεικτικός σε αταίριαστες εκδηλώσεις και σε δυσκολίες ατάραχος. Όταν οι Γερμανοί καίγανε το χωριό και με τους άλλους χωριανούς έφευγε στα βουνά, όχι μόνο δεν έχανε το κέφι του, μα σκάρωνε και ποιήματα που τα τραγουδούσε στο σκοπό της εποχής:
«…στου Μαγουλά την καλύβα
βράζουμε λίγη φακή
και κάθε ώρα ρωτάμε
που είναι οι Γερμανοί…»
Ήταν μυαλό φωτισμένο. Είχε εφοδιάσει το σχολείο με μια σειρά όργανα, και μας μάθαινε τι είναι η ατμοσφαιρική πίεση, την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, και με κείνη τη ιστορική κορδέλα, αφού πρώτα μας έβαζε και καθαρίζαμε τα τριφύλλια του από τις πέτρες, μετρούσαμε ύστερα το εμβαδόν τους με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ αυτή που μετράνε σήμερα οι μεσίτες τα οικόπεδα στην Αττική. Στη δουλειά του ήταν καινοτόμος. Και κοντάρια από την Οξυά μας έφερνε για να κάνουμε μ’ αυτά γυμναστική.
Όμως ήταν αναπόφευκτο!
Αμετακίνητος από το χωριό για χρόνια, χάρη στην προστασία ισχυρού πολιτικού του φίλου, η ζωή κατάντησε ρουτίνα. Τα ίδια πειράματα στο σχολείο. Το ίδιο εμβαδόν στα τριφύλλια. Μονοτονία που την έσπαζε, σπάζοντας δεμάτια κρανίσιες βέργες στις παλάμες μας – κατά την τότε αντίληψη της παιδαγωγικής – και κατεβάζοντας βουνά από «κάσα» στην πρέφα στο καφενείο του χωριού. Και κάθε χρονιά, στις 25 του Μάρτη, το ίδιο πάντα ποίημα στο «μάρμαρο» μπροστά στην εκκλησία, που ήταν γραμμένα τα ονόματα των πεσόντων στους πολέμους για την πατρίδα. Ένα φτωχό στεφάνι για τους πεσόντες, και παρακαλούσε να μην βρέξει ποτέ το σύννεφο κι ο άνεμος σκληρός να μην σκορπίσει το χώμα που σκεπάζει τους νεκρούς. Το ποίημα το είχε γραμμένο σε μια κόλλα χαρτί, και το φύλαγε διπλωμένο στο πορτοφόλι του. Το χαρτί από τα χρόνια είχε κιτρινίσει, στις δίπλες του είχε κοπεί και οι χωριανοί το είχαν μάθει απ’ έξω. Ο μακαρίτης ο Θεοφάνης Ραχούτης, λασποχιονοκόβοντας, μπροστά στην εκκλησία και περιμένοντας να αρχίσει η γιορτή, δεν κρατιότανε κι έλεγε:
– Άϊντε δάσκαλε. Πες να μη βρέξ το σύννεφο να πάμε για τον μπακαλιάρο. (Επειδή εκείνη τη μέρα γίνεται εξαίρεση από τη Σαρακοστή και τρώμε μπακαλιάρο.)
……
Κι έτσι κυλούσε η ζωή. Μα ξάφνου μια χρονιά, το σύννεφο βρέχει μαύρα ψηφοδέλτια στην κάλπη του πολιτικού φίλου του δασκάλου, και τον ίδιον ο σκληρός άνεμος μιας μετάθεσης τον αρπάζει απ’ τη γαλήνη του χωριού για να τον ρίξει στην τρικυμία μιας – δεν θυμάμαι – μακρινής πολιτείας.
Μα αυτό δεν κράτησε πολύ, μόνο έναν χρόνο. Κι ο δάσκαλος ξαναγύρισε. Μα αλλιώτικος. Πάνε τα ψηλά μποτίνια. Τώρα φοράει αδιάβροχα σκαρπίνια. Αντί για στενό, χωρίς ρεβέρ παντελόνι, τώρα τσάρλεστον, είκοσι οκτώ πόντους φαρδύ το ρεβέρ του. Κι εκείνο το μαύρο παλτό, το είχε αντικαταστήσει μια μπεζ καμπαρτίνα, με μια παλάμη ζώνη στη μέση. Πάει και το ποίημα, που κάθε χρόνο έλεγε στις 25 του Μάρτη και το είχαν βαρεθεί και οι νεκροί. Τώρα την γιορτή θα την κάναμε όπως και στις πολιτείες. Θα στεφανώναμε αγάλματα κι όχι μια πλάκα μάρμαρο.
Για την περίσταση, εκείνη τη χρονιά διαλέχτηκε ένα είδος θεατρικού έργου, όπου τέσσερις ηθοποιοί θα συντάσσονταν με απαγγελίες πάνω στην εξέδρα και θα στεφάνωναν ήρωες.
Για ηθοποιούς δεν υπήρχε πρόβλημα γιατί είμασταν ταλέντα από τότε. Η δυσκολία ήταν στα αγάλματα, γιατί το χωριό μας, από τότε, δεν είχε αγάλματα ηρώων. Που λοιπόν να βρούμε αγάλματα; Κάναμε πολλές σκέψεις. Σκεφτήκαμε να βάλουμε και ζωγραφιές ηρώων, μα μια δοκιμή, που την ακολούθησε μια βροχή, παρουσίασε τους ήρωες να κλαίνε για όλα τα βάσανα της φυλής μας.
Έξυνε το κεφάλι του ο δάσκαλος και δεν θυμάμαι αν αυτός ή κάποιος, άλλος από μας τα ξεφτέρια, ξεφούρνισε την ιδέα.
– Αφού δεν έχουμε αληθινά αγάλματα, να βάλουμε ζωντανά!
– Μάλιστα, συμφωνήσαμε όλοι.
– Έλα δω εσύ, Μαλκογιάννη, λέει ο δάσκαλος στον Κώστα της Σπυριδούλας. Εσύ θα είσαι… ο Κολοκοτρώνης.
Κάτι πήγε να πει ο Κώστας, μα οι διαστάσει του κεφαλιού του, έκαναν μάταιη κάθε αντίρρηση πως δεν κάνει για Κολοκοτρώνης.
– Έλα δω εσύ Νικολοδήμο, λέει στο Μητράκο της Κωστάντως. Εσύ θα είσαι ο Ανδρούτσος. (Ο Μητράκος από τότε είχε βλέμμα βλοσυρό).
– Εσύ Φλέγγα, λέει στο Βασίλη της Γιάννενας, θα είσαι ο Καραϊσκάκης. Κοντός κι αδύνατος τότε ο Βασίλης, ταίριαζε να είναι ο στρατάρχης της Ρούμελης.
Τέλος κάποιον χειροτόνησε Διάκο, κι έτοιμα τα αγάλματα.
Ναυτικούς δεν είχαμε. Και με τις φορεσιές των ηρώων δεν δυσκολευτήκαμε πολύ. Εκείνο τον καιρό, το χωριό ακόμα ακολουθούσε τη μόδα του 1821. Μόνο ο Κολοκοτρώνης μας δυσκόλεψε. Αυτός ο ευλογημένος έκανε και σε ξένους στρατούς και εκεί δεν φορούσαν φέσι, αλλά περικεφαλαία. Που να βρούμε περικεφαλαία; Πολλές λύσεις προτάθηκαν, μα στο τέλος καταλήξαμε στο χαρτόνι.
Φτιάξαμε μια γαβάθα ζυμαρόκολλα και βαλθήκαμε να κολλάμε χαρτόνια, ώσπου στο τέλος φτιάξαμε ένα πράγμα, που όταν το φόρεσε στο κεφάλι του ο Κολοκοτρώνης καταλάβαμε από που βγήκε αυτό που λέμε «χάλια Κολοκοτρωνέικα».
……
Ήρθε η μέρα της γιορτής. Ντυμένοι την εθνική μας φορεσιά, πήγαμε στη δοξολογία. Προς το τέλος της λειτουργίας, βγήκαμε έξω, πήραμε θέσεις στην εξέδρα και στήσαμε τα αγάλματα. Τα στήσαμε πραγματικά, γιατί είχαν εντολή να μην κάνουν την παραμικρή κίνηση, να μην παίζουν ούτε το μάτι. Κι ήταν δύσκολη δουλειά, γιατί ήταν κι ο κόσμος από κάτω και ρωτούσε:
– Τι παριστάνεται αυτού, εσείς ορέ λεβέντες;
– Τους Κολοκοτρωναίους, απαντούσαμε εμείς οι άλλοι, για λογαριασμό των «αγαλμάτων», που φούσκωναν τα μάγουλά τους σε σημείο να σκάσουν. Κι αποδείχτηκαν πραγματικοί ήρωες αφού κράτησαν τα γέλια τους.
Αρχίζει λοιπόν η γιορτή. Μιλάει ο πρώτος, για τη γιορτή, που τέτοια στον κόσμο δεν είναι άλλη, για τη χαρά που χαίρεται η Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη. Κι όταν τελείωσε, γυρίζει σε μένα, όλος απορία και ρωτάει:
– Και κείνοι που την λευτεριά μας έδωσαν ποιοι είναι;
Τι να του πει κανένας; Λες και είχε στραβωμάρα.
– Να, λέω εγώ με βροντερή φωνή. Είναι αυτοί που στέκονται εκεί και μας κοιτάνε και του δείχνω τον Κώστα, τον Βασίλη και τους άλλους. Κι αφού είπα τα λόγια του ρόλου μου, ζητάω στεφάνια αμάραντα να τους στεφανώσω.
Πρώτα έψαλα τον το Διάκο και του φόρεσα στο κεφάλι τη χλωρασιά. Ύστερα γυρίζω στον Κολοκοτρώνη και τον ρωτάω:
– Και συ Κολοκοτρώνη μου που σε λαλούν τ’ αηδόνια, μη θες παράσημα πολλά, σιρίτια και γαλόνια;
Για να πούμε την αλήθεια ο Κολοκοτρώνης θα ήθελε και σιρίτια και γαλόνια και Βουλευτικό και Εκτελεστικό, μα εκεί δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Εγώ είπα όσα είχα να πω και παίρνω το στεφάνι να στεφανώσω την περικεφαλαία. Κι εδώ έγινε το κακό. Καθώς προσπαθούσα να φτάσω το λοφίο, πατάω τα πόδια του Κολοκοτρώνη.
Φορούσα για την περίσταση τα τσαρούχια του μπάρμπα-Νίκου του Σκαρμούτσου, που στις σόλες του είχαν τόσα αλογόκαρφα που ‘φτάναν να καλιγώσεις μια ίλη ιππικού. Επειδή δεν είχαμε πολλά τσαρούχια να φορέσουν όλοι, αποφασίστηκε, μια και οι ήρωες τα κρύβανε τα πόδια τους πίσω απ’ την εξέδρα, να φοράνε τα καθημερινά τους. Έτσι πάνω απ’ τα σχεδόν ξυπόλητα πόδια του Κολοκοτρώνη πέρασε ο οδοστρωτήρας των τσαρουχιών του μπάρμπα-Νίκου Σκαρμούτσου και τον έκαναν ν’ αναπηδήσει, σα να του είπαν πως ο Μπραΐμης πάτησε τα λημέρια του.
– Με ξενύχιασες βλάκα, μου λέει.
Τι; Βλάκας εγώ; Σε τέτοια ώρα και σε τέτοιο τόπο; Αυτό δεν το σήκωνα. Σκέφτηκα για μια στιγμή να τραβήξω το σπαθί, μα αυτό πενήντα χρόνια που βρίσκονταν στα χατήλια του σπιτιού, δεν βγήκε ποτέ από τη θήκη του, γι’ αυτό λέω στον Κολοκοτρώνη:
– Βλάκας είσαι με περικεφαλαία!
Αυτό ήταν. Ο Κολοκοτρώνης έγινε… Τούρκος. Και πως ήρθαμε στα χέρια, κανένας δεν κατάλαβε. Και τι θα γίνονταν, αν δεν μπαίναν στη μέση οι άλλοι ήρωες, κι αν από τη πρώτη στιγμή δεν υποχρεωθήκαμε, τα χέρια μας να τα χρησιμοποιήσουμε για να κρατάμε τις φουστανέλες γιατί κοπήκανε οι ιμάντες που τις κρατούσαν. Φυσικά η γιορτή σχόλασε. Ο κόσμος δεν πολυκατάλαβε τι έγινε και σκόρπισε, να πάει στα σπίτια του, που τους περίμενε ο μπακαλιάρος.
Κι εμείς, μπροστά οι ήρωες, με τα στεφάνια στα κεφάλια και τις φουστανέλες στα χέρια, πήγαμε στο σχολείο. Εκεί όπως ήταν επόμενο, η γιορτή είχε οδυνηρή συνέχεια. Μα γι’ αυτό δεν λέμε τίποτα. Λέμε μόνο πως από τότε δεν στεφανώσαμε αγάλματά στην Εθνική γιορτή.
«ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» Απρίλιος 1975, τεύχ.: 3, Σελ. 13