της Δ. Φούκα-Ρεζέ
Η πρώτη καλή μοδίστρα στο χωριό μας, απ’ τις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν η Αλεξάνδρα Κοντοδήμα, είχε σπίτι πριν του Νίκου Μαλούκου, το οποίο πούλησαν κι έφυγαν οικογενειακώς για την Αθήνα, που έμεναν τ’ αδέρφια της, και μάλλον εκεί έμαθε και την τέχνη. Το 1902 είχε στεφανώσει την τους γονείς μου και βάφτισε τον μεγάλο μας αδερφό Σπύρο. Στην Αθήνα χάθηκαν τα ίχνη της.
Την ίδια εποχή πετυχημένες μοδίστρες και με πολύ δουλειά ήταν η Λάμπραινα και η Ελένη Νταλιάνη.
Τις πρώτες 2-3 δεκαετίες ή μόδα ήταν απλή. Η φούστα φαρδιά μακριά, κάτω απ’ τον αστράγαλο. Στη μέση σφιχτή με πολύ σούρα, ζακέτα εφαρμοστή από ύφασμα σεβιότ (1), κ.α. Αυτά ήταν τα γιορτινά τους και τα πρόσεχαν σαν τα μάτια τους. Με μια φορεσιά περνούσαν όλη τη ζωή. Μετά το γάμο φορούσαν τα νυφικά που και που, έπειτα τα κρύβαν στη κασέλα για τον άλλο κόσμο. Νυφικό και σάβανο το ίδιο.
Τα καθημερινά ήταν από ύφασμα του αργαλειού, ραμμένα σε παρόμοιο στυλ, μάλλινα φαρδιά με χαρμπαλά (2), κορμόσταλο εφαρμοστό, άσπρη πουκαμίσα με φαρδύ μανίκι και πολκάκι ή πόλκα (3) εφαρμοστή, μπροστοποδιά με χαρμπαλά και τσέπες. Βυσσινί μαντήλι στο κεφάλι, δεμένο κουιρούκι (4) ή βαμπακέλα (5) για τον ήλιο. Κείνο τον καιρό δεν τους απασχολούσαν οι μόδες, να μην χαλάνε κοίταζαν, μπάλωμα πάνω στο μπάλωμα κόλλαγαν ώσπου τα ρούχα έλιωναν σαν τον καλό χριστιανό.
Οι παραθερίστριες που έρχονταν το καλοκαίρι επηρέαζαν τη ζωή των νέων κοριτσιών, έτσι άρχιζε δειλά κάποια αλλαγή. Την δεκαετία του 1930 ως το 1940, είχαν γίνει μεγάλα βήματα. Είχε γυρίσει από την Αθήνα η νεαρή τότε Ζωή Αντωνοπούλου, φέρνοντας την τελευταία λέξη της μόδας στη ραπτική. Η Ιουλία Φούκα που είχε μαθητεύσει σε μια μεγάλη μοδίστρα ονόματι Ζιγούρη στη Σπερχειάδα, η Κατίνα Γκέκα, απ’ το Καρπενήσι, κι άλλες. Αναδείχτηκαν στο μεταξύ σύγχρονες που αντικατέστησαν τις μάνες τους, όπως η Βαγγελιώ της Λάμπραινας και κυρίως η Αθανασία της Ελένης Νταλιάνη, η οποία δούλεψε με επιτυχία πολλές δεκαετίες.
Όλες οι κοπέλες του χωριού, η μια μετά την άλλη, φόρεσαν στενά και κοντά φορέματα και ντεκολτέ, σύμφωνα με τη μόδα. Πέταξαν το μπούστο που πλάκωνε το στήθος και φόρεσαν σουτιέν. Πέταξαν το μαντήλι απ’ το κεφάλι κι έφκιασαν κότσο, ρολό, μπούκλες, περμανάντ. Φόρεσαν παπούτσι με ξυλοτάκουνο, κρέμασαν τη τσάντα, έβαλαν φτιασίδι (6).
Προσπαθούσαν ακόμη να επηρεάσουν, να υποχρεώσουν και τις μάνες να τις μιμηθούνε μέχρις ενός σημείου για να μη τις λένε οπισθοδρομικές. «Αφήστε μας παιδάκι μου με τα δικά μας ρούχα, δεν μπορούμε εμείς να φορέσουμε αυτά τα σουφλιά», έλεγαν οι καημένες οι μάνες μας, με στεναχώρια. Ωστόσο πολλές υπέκυψαν στον πειρασμό και πέταξαν το σπαλέτο (7), σάλι και έβαλαν την εσάρπα, τη ρόμπα, το παλτό.
Κατά το τέλος της τρίτης δεκαετίας, κατέφτασαν από τον Πειραιά η Γεωργία Γρηγοροπούλου-Χασιώτη, κι από τη Θεσσαλονίκη η Δέσποινα Φούκα, (η γράφουσα) φέρνοντας το νέο κύμα της μόδας. Όλες οι παραπάνω μοδίστρες, δίδαξαν την τέχνη τους σε πάρα πολλές κοπελίτσες. Άλλες σταδιοδρόμησαν, άλλες όχι.
Αποτέλεσμα να πάρει επικίνδυνες διαστάσεις το επάγγελμα και να δουλεύουμε για ένα κομμάτι ψωμί, παρ’ ότι ράβονταν σε μας και τα περίχωρα του Γαρδικιού, και ράβαμε εμείς οι ίδιες κι όλα τα εσώρουχα (πουκάμισα, σώβρακα αντρών, πουκαμίσες και βρακιά με τέσσερα βρακοζώνια για τις ηλικιωμένες, κομπινεζόν, κιλότες, σουτιέν για τις νέες, παιδικά και νυφικά). Πολλές μεταποιήσεις, αλλαγή μόδας και γύρισμα το μέσα έξω αν είχε ξεθωριάσει. Όταν χάλαγαν, με λίγο ύφασμα αλλάζαμε μια και δυο φορές τραχλιά (8), γιακά, πελεντζίκια (9) και περνούσαν όλο τον καιρό.
Μερικές από μας παράλληλα με το ράψιμο, εξασκούσαμε και το επάγγελμα της κεντήστρας. Ήταν πολύ στη μόδα, όπως και τώρα, το κοφτό άσπρο κέντημα. Το χειμώνα που πολύς κόσμος έφευγε για τα χειμαδιά και το ράψιμο λιγόστευε, κεντούσαμε τις προίκες των κοριτσιών. Μερόνυχτα πάνω στη μηχανή με τη λαμπίτσα, μας έπαιρνε ο ύπνος, κι όταν πετιόμασταν νομίζαμε πως ήταν ήλιος. Οι μεγάλοι δεν μπορούσαν να συνηθίσουν στις απότομες αλλαγές και δυσανασχετούσαν. Όταν ρωτούσαν το πατέρα μας «Μπάρμπα-Θανάση τι φκιάνουν τα κορίτσια;» απαντούσε «Φκιάνε τον κακό τους καιρό… όλοι μπαλώνουν το πανάκι κι εκείνες το τρυπάν», εννοώντας το κοφτό κέντημα.
Ένας πατέρα έρχονταν στη πρόβα να κανονίσει το μάκρος και το ντεκολτέ στα φορέματα των κοριτσιών του. Για να φορέσουν κοντομάνικο, έπρεπε να βεβαιώσουν οι μοδίστρες ότι δεν έφτανε το ύφασμα για μακρύ. Μια κοπελίτσα για να κόψει τα μαλλιά της ψαλίδισε τη νύχτα τις κοτσίδες της και είπε πως τις έκοψε το ποντίκι.
Απ’ το 1950 κι έπειτα το επάγγελμα της ραπτικής γυναικείων και αντρικών ειδών άρχισε να περνάει στη παρακμή. Μερικές μοδίστρες παντρεύτηκα κι έφυγαν απ’ το χωριό. Άλλες αδρανοποιήθηκαν, λόγω πρόσθετων οικογενειακών βαρών (παιδιά) κι άλλες μετά την κατοχή καταδιώχτηκαν λόγω κοινωνικών φρονημάτων και ανώμαλων καταστάσεων. Πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, γενική εκτόπιση όλου του χωριού (προσωρινή), οικονομική εξαθλίωση.
Στο μεταξύ δημιουργήθηκαν και σ’ αυτό το κλάδο βιομηχανίες ετοίμων ενδυμάτων που κατέκλισαν την αγορά, λογής-λογής ενδύματα, εσώρουχα γυναικών και αντρών, παιδικά, νυφικά, είδη προικός κι άλλα. Τώρα στον αιώνα που διανύουμε έχουν ξεχαστεί σχεδόν οι λέξεις μοδίστρα, κεντήστρα…
——————-
1. σεβιότ: Ελαστικό, μάλλινο ύφασμα, με λεπτή στιλπνή υφή, ελαφρώς δύσκαμπτο, έως και αιχμηρό στην αφή. Έχει γυαλιστερή όψη. Το όνομα προέρχεται από το πρόβατο σεβιότ, από το μαλλί του οποίου παράγεται το ύφασμα.
2. χαρμπαλά: φραμπαλά
3. πόλκα: ένα είδος γυναικείου γιλέκου
4. κουιρούκι: (?)
5. βαμπακέλα: τσεμπέρι, μαντήλι κεφαλιού.
6. φτιασίδι: βάψιμο και γενικά περιποίηση στο πρόσωπο
7. σπαλέτο: το δυτικής προέλευσης μπροστομάντιλο που φορούν οι νύφες και οι παντρεμένες
8. τραχλιά: ο πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω από φόρεμα ή πουκάμισο και συνηθίζεται στις παραδοσιακές ενδυμασίες.
9. πελεντζίκια: διακοσμητικά στήθους