του Ιωάννη Ε. Κορέλη
Τον Νοέμβριο του 1838, ο μοναχός Κωνσταντίνος τελείωσε τις έξι εικόνες για το τέμπλο καθώς και τις εικόνες που θα κοσμούσαν την Ωραία Πύλη, και τις πλευρικές θύρες: της Προθέσεως και του Διακονικού. Στις αρχές του χρόνου, είχε συναντηθεί με τους δυο ιερείς, το πρόεδρο της Κοινότητας και τον πρόεδρο του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ενός ορεινού χωριού της Φθιώτιδας. Είχαν συμφωνήσει στην τιμή και στο χρόνο παράδοσης. Ο Κωνσταντίνος είχε τη φήμη καλού ζωγράφου. Είχε μάθει την τέχνη στο εργαστήριο αγιογραφίας στη Σχολή της Φουρνάς. Διατείνονταν δε, ότι ήταν μαθητής του μεγάλου αγιογράφου Διονυσίου εκ Φουρνά. Υπερέβαλε, γιατί ο Διονύσιος (1670-1746) έζησε πολύ πιο πριν από αυτόν. Μέσα στο σακούλι του όμως πάντα κουβαλούσε μερικές ταλαιπωρημένες σελίδες –κύριος οίδε που τις βρήκε- από το μοναδικό για την εποχή του βιβλίο «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης και αι κύριαι πηγαί αυτής» του Διονυσίου.
Το 1983 ανακάλυψα τυχαία πίσω από την Αγία Τράπεζα στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, πεταμένες και με κατεστραμμένο μεγάλο μέρος της επιφάνειάς τους από τους ανθρώπους και από την υγρασία τρεις μεγάλου μεγέθους εικόνες. Του Χριστού, της Βρεφοκρατούσας Παναγίας και του Βαπτιστή Ιωάννη. Μου τράβηξε την προσοχή η ποιότητα και ο τρόπος κατασκευής τους, που μαρτυρούσε ότι ο εικονογράφος είχε γνώση της βυζαντινής τεχνικής. Οι κάθετες σανίδες -πιθανόν από καστανιά- είχαν επίστρωση από γύψο και πάνω εκεί είχε σχεδιαστεί η εικόνα. Εντύπωση μου έκανε και η βυζαντινή αισθητική που αναδύονταν απ’ αυτές. Πιο προσεκτικά παρατηρώντας, στο κάτω μέρος, είδα μια ημερομηνία κι ένα όνομα: «δια χειρός Κωνσταντίνου – 1838».
Τις φωτογράφισα και τις ξανατοποθέτησα στο μέρος που τις βρήκα. Μίλησα τότε γι’ αυτές τις εικόνες, στο Σύλλογο, στους υπεύθυνους της εκκλησίας και σε ανθρώπους της Κοινότητας. Τους εξήγησα πως πρέπει να τις διαφυλάξουμε και να τις συντηρήσουμε. Θα ερμηνεύσω την αδιαφορία τους, εκείνη την εποχή, ως άγνοια της συναισθηματικής, ιστορικής αλλά κυρίως της καλλιτεχνικής αξίας των εικόνων αυτών. Κατά καιρούς μιλούσα στο Συμβούλιο του Συλλόγου και έγραφα στα «Γαρδικιώτικα Χρονικά» για την τις εικόνες. Και όταν ο δρόμος μ’ έφερνε ως το μικρό ξωκλήσι, άναβα ένα κερί, κι έριχνα μια ματιά στο Ιερό για να δω αν παρέμεναν εκεί. Ήταν ακόμη οι εποχές που οι εκκλησίες ήταν ανοιχτές στους πιστούς και κανείς δεν τολμούσε να αφαιρέσει κάτι… Στο μέσον της δεκαετίας του ’90 πληροφορήθηκα ότι τελικά οι εικόνες μεταφέρθηκαν από τον παπά και τους επιτρόπους σε μια από τις εκκλησίες του χωριού. Θεώρησα ότι ήταν πλέον ασφαλείς και δεν ασχολήθηκα άλλο.
Τον Αύγουστο του 2007 σε μια αίθουσα του σχολείου τοποθετήθηκαν μερικά αντικείμενα. «Μουσείο» νομίζω ονομάστηκε! Πίστευα ότι από τα πρώτα πράγματα που θα είχαν θέση σ’ αυτόν το χώρο, θα ήταν οι παλιές εικόνες κι άλλα αντικείμενα από τις εκκλησίες μας. Θα έπρεπε –κατά τη γνώμη μου- να βρίσκονται εκεί οι ξυλόγλυπτες πόρτες της Ωραίας Πύλης, κι αυτές από την παλιά εκκλησία της Παναγίας, πιθανόν τις ίδιας χρονολογίας με τις εικόνες. Σαπίζουν πεταμένες στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, αλλά τουλάχιστον υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Κρίμα!
Προκαλεί απογοήτευση που ιστορία διακοσίων ετών αγνοήθηκε. Ζωγραφικά έργα-αγιογραφίες- μιας εποχής, ενός χώρου και μιας τεχνικής που αποτελεί εδώ και χρόνια, αντικείμενο έρευνας και μελέτης από ειδικούς, καταστρέφονται. Κανείς από τους σημερινούς φιλίστορες γαρδικιώτες δεν έχει ιδέα γι’ αυτόν τον θησαυρό. Η ιστορική τους γνώση για την περιοχή μας, περιορίζεται συνήθως σε δυο σημεία: στον μύθο της εκστρατείας του Γιουσουφ Αράπη στην Οξυά και στον «καλαματιανό» του Άρη με τον Ζέρβα στην πλατεία. Η πορεία ενός χωριού ανάμεσα σ’ έναν μύθο και μια φωτογραφία!
Πριν από μερικούς μήνες μίλησα για τις εικόνες στο Συμβούλιο του Συλλόγου της Αθήνας. Για τον Λαμιώτικο Σύλλογο ούτε καν μου πέρασε απ’ το μυαλό. Αυτοί δουλεύουν άλλα projects. Άλλωστε το ένα Συμβούλιο δεν θέλει να βλέπει το άλλο, οπότε έπρεπε να επιλέξω πλευρά. Το «έπαιξα» Αθήνα! Τους είπα λοιπόν να τις βρούμε, να τις συντηρήσουμε και να τις διαφυλάξουμε. Με κοίταξαν με συγκαταβατικό χαμόγελο. Μουρμούρισαν κάτι «ναι… θα φροντίσουμε, να δούμε και που είναι… μήπως βρίσκονται στην επισκοπή Λαμίας;».
Πριν διακόσια χρόνια! Το 1838! Μόλις έξι χρόνια μετά από την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους! Φτωχοί Γαρδικιώτες, επιλέγουν έναν από τους καλύτερους αγιογράφους της περιοχής να διακοσμήσει την μικρή εκκλησία του χωριού τους. Το πρώτο και μοναδικό «δημόσιο» κτήριο την εποχή εκείνη, η εκκλησία της Παναγίας, θέλουν να αποτελεί το κόσμημα του τόπου τους. Και κατάφεραν μαζί με την υπέροχη αισθητική να συνυπάρχει και ο ποιμαντικός χαρακτήρας στην τέχνη. Διακόσια χρόνια μετά οι απόγονοι τους, αγοράζουν από το Μοναστηράκι για το «Μουσείο» έτοιμους τσολιάδες και βλαχοπούλες σε τιμή ευκαιρίας για να δείξουν και να διδάξουν στις μελλοντικές γενιές την ιστορία, την πρόοδο, την αισθητική, την πορεία δηλαδή, του χωριού μας μέσα στο χρόνο…
Σχολιάστε