Πως με τραβούν οι θύμησες στην ζωή την πρώτη μου,
στην ξανθή τη νιότη μου!
Και γυρίζω στο χωριό μου με το κεφαλάρι του
-πράσινο καμάρι του.
Στο γραμμένο δάσος του με τ’ αψηλά ελάτια του
και τα μονοπάτια του…
Τ’ όμορφο χωριό μου πόσο τώρα το λαχτάρησα
που επενηντάρισα…
Μέσα απ’ την ομίχλη του καιρού, που τόσος πέρασε
-πίκρες που με κέρασε-
τ’ άγουρα τα χρόνια μου τα βλέπω σαν φαντάσματα
τωρ’ απ’ τα χαλάσματα.
Έστησαν χορόν ονείρου γύρω και φωνάζουνε
-όλα πως αλλάζουνε!
Πως αλλάζουνε και φεύγουνε και στο τέλος χάνονται
όλα και ξεχάνονται.
Κι όμως το χωριό μου το γραμμένο δεν το ξέχασα
χρόνια και αν έχασα
τις νεροσυρμές, τις φτέρες και τα χαμοκέρασα.
Σαν κλωστή τα πέρασα
κάποτε και τάκαμα γιορντάνι και τα πέρασα
στο λαιμό της… Κέρασα
την καρδιά μου. Και στην μνήμη της απόψε ρίγησα
που την είχα Ρήγισσα.
Και γυρίζω απόψε στα ξανθά τα καλοκαίρια μας,
στα παλιά λημέρια μας.
Κάθε μέρα προς το Κεφαλάρι ανηφορίζαμε
και το σεργιανίζαμε
έλατο προς έλατο, λες κι όλα τα γνωρίζαμε.
Στις χοντρές σκαλίζαμε
τις φλούδες ημερομηνίες και ονόματα.
Κι ώ τι ξεφαντώματα!
Με τραγούδια και φωνές και τρελοπαιγνιδίσματα…
Από τα σκαλίσματα
δεν θ’ απόμεινε σημάδι. Τα κρατώ στη θύμηση
με γλυκιά συγκίνηση.
Κι ο απόηχος μακρυάθε φτάνει σαν ψιθύρισμα…
Πλάνο πισογύρισμα…
Φύγαν οι καιροί κι η φυλλοροή του Φθινοπώρου
μ’ έπιασε με βήμ’ αργό, κουρασμένου πεζοπόρου.
Χαράλαμπος Σιλέλας
1954
Σχολιάστε